Myspace Falling Objects

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ




Οι μέρες της Αποκριάς είναι μέρες χαράς, ψυχαγωγίας και ξεφαντώματος με τους Έλληνες να τις γιορτάζουν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο.
Την έννοια της αποκριάς την συναντάμε για πρώτη φορά στην Αρχαία Ελλάδα, όπου οι Έλληνες μέσα από παγανιστικές τελετουργίες έδειχναν την λατρεία τους στον Διόνυσο, τον θεό της ευθυμίας και του κρασιού.
Τις ημέρες των τελετουργιών οι παρευρισκόμενοι μεταμφιέζονταν σε σάτυρους ή κάλυπταν το πρόσωπό τους, προκειμένου να παραμείνει άγνωστη η ταυτότητά τους, και επιδίδονταν στον χορό και στο ποτό με προκλητικές πράξεις και έντονη βωμολοχία.
Με το πέρασμα των χρόνων οι συνήθειες άλλαξαν και ο ρωμαίοι έφεραν τη λέξη Καρναβάλι (carneval ή carnaval) που σημαίνει διακοπή από το κρέας.
Οι χριστιανοί χρησιμοποίησαν την λέξη «Απόκρεω» ή «Αποκρεά» που είχε ακριβώς την ίδια έννοια, όπου προετοιμάζονταν για την νηστεία της Σαρακοστής.
Σήμερα οι Απόκριες διαρκούν τρεις εβδομάδες και ονομάζονται «Τριώδιο».
Η ονομασία αυτή προέρχεται από τις «τρεις ωδές» του Ευαγγελίου της Ορθοδοξίας.
Το «Τριώδιο» αρχίζει την Κυριακή του «Τελώνη και Φαρισαίου», συνεχίζει με την Κυριακή του «Ασώτου Υιού», την Κυριακή της «Απόκρεω» και ολοκληρώνεται την Κυριακή της «Τυρινής» ή «Τυροφάγου».
Η επόμενη είναι η πρώτη μέρα της Σαρακοστής και ξεκινάει η νηστεία, η οποία θα διαρκέσει 40 ημέρες.
Οι χριστιανοί ονόμασαν την μέρα αυτή «Καθαρά Δευτέρα», γιατί με την έναρξη της νηστείας θεωρούσαν ότι ξεκίναγε η «κάθαρση» του σώματος και του πνεύματος.
Η Ελλάδα, στις μέρες μας, σε κάθε γωνιά της αναβιώνει ήθη και έθιμα για την Αποκριά που οι ρίζες τους προέρχονται τόσο από τις «Διονυσιακές» γιορτές όσο και από την χριστιανική θρησκεία.
Οι μύθοι και οι θρύλοι της χώρας μας, αυτές τις μέρες, έρχονται στο προσκήνιο και μέσα από τον χορό, το γλέντι και το τραγούδι γίνονται πραγματικότητα…

Γιανίτσαροι και Μπούλες – Νάουσα


Ένα από τα γνωστότερα έθιμα των Αποκριών αναβιώνει στην Νάουσα με τους «Γιανίτσαρους» και τις «Μπούλες».
Το ξημέρωμα της προτελευταίας Κυριακής της Αποκριάς πραγματοποιείται η ιεροτελεστία της ετοιμασίας του «Γιανίτσαρου» ώστε να ακολουθήσει το μπουλούκι και τις Μπούλες.
Οι ετοιμασία του «Γιανίτσαρου» γίνεται παρουσία μόνο στενών συγγενών και με την καθοδήγηση ενός παλιού «Γιανίτσαρου», φοράει φουστανέλα και τσαρούχια, βαριά ασημένια νομίσματα και τέλος τον «πρόσωπο», μια μάσκα από πανί κερωμένο στην εσωτερική πλευρά και στοκαρισμένο στην εξωτερική.
Η ετοιμασία ολοκληρώνεται με το τσιγκελωτό που ζωγραφίζεται στον «πρόσωπο».
Ο «Γιανίτσαρος» θα βγει στον δρόμο μόνο όταν οι οργανοπαίχτες φθάσουν στο σπίτι του συνοδευόμενοι από το «μπουλούκι».
Τότε ο Γιανίτσαρος τινάζεται στο παράθυρο και, αφού πιάσει από το χέρι όλους τους παρευρισκόμενους, αναπηδά τρεις φορές στα δυο του πόδια. Στην εξώπορτα κάνει τρεις φορές το σταυρό του, κατεβαίνει βιαστικά τις σκάλες και ενώνεται με το «μπουλούκι», που καθοδηγείται από μία ή δύο «Μπούλες».
Το ρόλο της Μπούλας υποδύεται πάντα άνδρας ντυμένος με γυναικεία ρούχα, η οποία πρέπει να φιλήσει το χέρι των σπιτικών και των μελών του μπουλουκιού.
Με την χειρονομία αυτή όλοι της δίνουν χρήματα, όπου θα χρησιμοποιηθούν για την ενίσχυση του αγώνα κατά των Τούρκων.
Στη συνέχεια το μπουλούκι ξεκινάει για το κονάκι του Μουντίρη, Δημαρχείο.
Οι οργανοπαίχτες παίζουν το προσκύνημα, με τους «Γιανίτσαρους» να τινάζονται, αντί να προσκυνούν σε αντίθεση με τις «Μπούλες».
Ο επικεφαλής των «Γιανίτσαρων» ανεβαίνει στο κονάκι – Δημαρχείο και βγάζει τον «πρόσωπο», ώστε να πειστεί ο Μουντίρης – Δήμαρχος ότι το μπουλούκι δεν απαρτίζεται από αντάρτες.
Οι συγκεντρωμένοι πολίτες επιβεβαιώνουν ότι όλοι οι «Γιανίτσαροι» είναι φιλήσυχοι.
Επί Τουρκοκρατίας όμως, στο μπουλούκι κρύβονταν πολλοί αντάρτες, προκειμένου να στρατολογήσουν νέους.
Ο Μουντίρης – Δήμαρχος, αφού πείθεται για τις καλές προθέσεις του μπουλουκιού, δίνει την άδειά του για τη συνέχιση της γιορτής και αμέσως ο ζουρνάς αλλάζει σκοπό.
Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς πραγματοποιείται η ίδια ακριβώς διαδικασία.
Το πρωί της Καθαράς Δευτέρας το μπουλούκι συγκεντρώνεται εκ νέου και οι «Γιανίτσαροι», χωρίς μάσκες πλέον χορεύουν ξέφρενα.
Αργά το βράδυ οι «Γιανίτσαροι» και οι «Μπούλες», αφού κάνουν έναν κύκλο με τον οργανοπαίχτη στη μέση, θα το χτυπήσουν συμβολικά με την πάλα στο κεφάλι και σηκώνοντάς τον θα φωνάξουν: «Ό,τι είπαμε και δεν είπαμε εδώ να μείνει».
Με αυτό τον τρόπο ανανεώνουν το ραντεβού τους για τον επόμενο χρόνο.


Γαϊδουροδρομίες – Σάπες Ροδόπης


Στις Σάπες της Ροδόπης αναβιώνει την Κυριακή της Αποκριάς το έθιμο των Γαϊδουροδρομιών σε κεντρικό δρόμο της πόλης. Οι νέοι της περιοχής διαγωνίζονται στην ταχύτητα τρέχοντας με γαϊδούρια. Έπειτα ακολουθεί γλέντι στην Πλατεία Δημαρχείου με συγκροτήματα από όλη τη Θράκη.

Αράπηδες – Σοχός


Οι «Κουδουνοφόροι Τράγοι» ή «Αράπηδες» αναστατώνουν το Σοχό με τα κουδούνια τους τις τελευταίες ημέρες της Αποκριάς, προκειμένου να διώξουν τα κακά πνεύματα.
Οι «Αράπηδες» μεταμφιεσμένοι με μαύρες γιδοπροβιές, ζωσμένοι με τη ντουζίνα, τα τέσσερα ογκώδη σιδερένια κουδούνια, παρουσιάζονται από παντού, χοροπηδούν, τραγουδούν, χορεύουν και τριγυρνούν στο χωριό από σπίτι σε σπίτι, προσφέροντας ούζο σε φίλους και συγγενείς.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η προσωπίδα τους, μια μάσκα που καλύπτει όλο το πρόσωπο και καταλήγει σ’ ένα ψηλό λοφίο από κορδέλες.
Είναι φτιαγμένη από μαύρο ύφασμα, πάνω στο οποίο κεντιούνται σε γεωμετρικούς σχεδιασμούς πολύχρωμα κομμάτια υφάσματος. Στη θέση του στόματος κρέμονται μουστάκια από ουρά αλόγου.
Οι ρίζες του πιο γνωστού εθίμου στο Σοχό ανάγονται στην παγανιστική λατρεία, ενώ η τελευταία ημέρα είναι επηρεασμένη από τη χριστιανική θρησκεία.
Είναι η μέρα της μετάνοιας ή «προσταβάνι», όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι.
Οι νεότεροι επισκέπτονται τους ηλικιωμένους συγγενείς και τους ζητούν συγχώρεση, τους φιλούν το χέρι και τους προσφέρουν ένα πορτοκάλι.

Μόστρα – Χίος



Στα Θυμιανά της Χίου αναβιώνει το έθιμο της «Μόστρας», που διαρκεί δύο ημέρες, από το βράδυ της Παρασκευής της Τυροφάγου μέχρι και το πρωί της Κυριακής της Τυρινής.
Σύμφωνα με τους ντόπιους από εκεί βγήκε και η έκφραση «την Παρασκευή την ανεβάζουμε και την Κυριακή την κατεβάζουμε».
Οι ρίζες του εθίμου βρίσκονται στην εποχή του Μεσαίωνα, με τους νεαρούς, το βράδυ της Παρασκευής, να φοράνε παλιά ρούχα, γυναικεία ή αντρικά, να καλύπτουν το πρόσωπό τους με αυτοσχέδιες μάσκες (μουτσουναριές)και να κάνουν διάφορα σκετς σκορπώντας το γέλιο στους δρόμους του νησιού.
Την Κυριακή πηγαίνουν όλοι στα εξωκλήσια του Αγίου Ιωάννη και του Αγίου Δημητρίου και εκκλησιάζονται και στην συνέχεια κατευθύνονται στο νεκροταφείο του χωριού με την συνοδεία οργάνων. Τελικός προορισμός είναι η κεντρική πλατεία του χωριού, όπου χορεύουν το ταλίμι. χορός που αναπαριστά τις μάχες των Χιωτών με τους πειρατές.
Το έθιμο κορυφώνεται στην εκκλησία του Αγίου Ευστρατίου, όπου κρεμούν στα κάγκελα του ναού Χιώτικα λάβαρα και σημαίες.

Καμουζέλες – Κως

Την Κυριακή της Αποκριάς στην περιοχή γύρω από τον Κέφαλο και την Αντιμάχεια (Δήμος Ηρακλειδών) αναβιώνει το έθιμο με τις «καμουζέλες», που κρατάει εδώ και μισό αιώνα στο νησί της Κω.
Οι «καμουζέλες» ή ελαφάκια, στα παλιά τα χρόνια, ήταν μασκαράδες βαμμένοι με κάρβουνα, σκεπασμένοι με «χράμια» (πολύχρωμες υφαντές κουβέρτες) και κραδαίνοντας την «κοκάλα» γύρναγαν στους δρόμους του χωριού πειράζοντας και διασκεδάζοντας τους κατοίκους.
Το έθιμο επίσης, περιλαμβάνει πλούσια παραδοσιακή μουσική, ευτράπελα, άφθονο ούζο, κρασί και παραδοσιακούς μεζέδες, ενώ αργά το βράδυ γίνεται το κάψιμο του στοιχειού.

Κουδουνάτοι – Νάξος


Οι «Κουδουνάτοι» της Νάξου είναι μια άλλη εκδοχή των «Αράπηδων» που αναφέραμε στο Σοχό.
Τους «Κουδουνάτους» τους συναντάμε την Κυριακή της Τυρινής στην Απείρανθο, οι οποίοι είναι ζωσμένοι με σειρές κουδουνιών, έχουν σκεπασμένο το πρόσωπό τους με τουλουπάνι και τρέχουν από σπίτι σε σπίτι, σείοντας τα κουδούνια, προκαλώντας θόρυβο ώστε να διώξουν μακριά το κακό.
Στο χέρι τους κρατούν τη σόμπα, ένα χοντρό ξηρό βλαστό κουφοξυλιάς, που συμβολίζει τη γονιμότητα και τον διονυσιακό φαλλό, σύμβολο που κρατούσαν και οι Μαινάδες του Διονύσου.
Οι «Κουδουνάτοι» στη συνέχεια συγκεντρώνονται μαζί με τον κόσμο που τους ακολουθεί στη πλατεία του χωριού.
Αφού ο χορός και το γλέντι, με συνοδεία από τσαμπουνοντούμπακα, βρίσκεται στο αποκορύφωμα οι «Κουδουνάτοι» σταματούν και ανοίγουν το χώρο προκειμένου να περάσουν οι μόσκαροι και το νεαρό ζεύγος του Γαμπρού και της Νύμφης.
Ο χορός ξεκινά και το γλέντι κορυφώνεται, όταν κάποιος από τους παριστάμενους αρπάξει τη Νύμφη.
Η καταδίωξη ξεκινά από τον σύζυγο με την συνεργασία των «Κουδουνάτων», που έχει ως αποτέλεσμα την επαναφορά της Νύφης στον όμιλο των μοσκάρων.

Γαϊτανάκι – Λειβαδειά



Το Γαϊτανάκι αποτελεί παράδοση για την πόλη της Λειβαδειάς και γιορτάζεται την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς.
Οι κάτοικοι της πόλης προετοιμάζουν το γαϊτανάκι, φτιάχνοντας άρματα. Την Κυριακή της Αποκριάς, μασκαράδες παρελαύνουν προς την κεντρική πλατεία όπου πλέκονται τα γαϊτανάκια, και παρουσιάζονται αποκριάτικες σκετς, τραγούδια και παντομίμες από τους μασκαράδες. Στην συνέχεια ακολουθεί γλέντι με λαϊκά τραγούδια και χορούς.

Βλάχικος Γάμος – Θήβα

Τα τελευταία 150 χρόνια παρουσιάζεται στη Θήβα ο «Βλάχικος Γάμος», μία παρωδία ενός ποιμενικού γάμου, όπου την νύφη την υποδύεται άνδρας.
Το συγκεκριμένο έθιμο είναι ένα πάντρεμα «Διονυσιακών» γιορτών με ντόπια λαϊκά έθιμα .
Ο «Βλάχικος Γάμος» κορυφώνεται την Καθαρά Δευτέρα με την πομπή και την τελετή του «γάμου», ενώ ξεχωρίζει ο διάλογος, με την βλάχικη προφορά, μεταξύ των «συμπεθέρων» του γαμπρού και της νύφης.
Σε αυτόν τον «γάμο» τον πρώτο λόγο έχουν οι γκλίτσες, παραλλαγές των Βακχικών θυρσών, η σάτιρα, οι αισχρολογίες και τα πειράγματα, ο ακατάπαυστος χορός, η ακατάσχετη οινοποσία, τα πηδήματα και οι κραυγές, ο πανούσης – σάτυρος με το υπερμεγέθες ομοίωμα φαλλού και τα κουδούνια που κρέμονται στα σκέλια του, οι θεατρίνοι που λέγονται και «γελοίοι» με την ιδιόμορφη φορεσιά τους, από κατσάρια δεμένα στις άσπρες κάλτσες σαν αρχαία σανδάλια και τα κλαριά κισσού στα κεφάλια τους καθώς ο χορός του πεθαμένου που συμβολίζει την ανάσταση της φύσης.

Οι θρύλοι για τα «στοιχειά» – Άμφισσα

Οι θρύλοι για τα «στοιχειά», είχαν μεγάλη διάδοση στην περιοχή. Λέγεται πως τα «στοιχειά» αποτελούν ψυχές σκοτωμένων ανθρώπων ή ζώων που τριγυρίζουν στην περιοχή.
Το σπουδαιότερο στοιχειό, που είναι συνδεδεμένο με την παράδοση είναι το στοιχειό της «Χάρμαινας». Αυτό αγαπούσε και προστάτευε τους Ταμπάκηδες (βυρδοδέψες), που η δουλειά τους ανάγκαζε να βρίσκονται στην Βρύση νύχτα – μέρα.
Πολλοί ορκίστηκαν, πως είδαν το στοιχειό να τριγυρίζει τη νύχτα σ’ όλη τη συνοικία, να καταλήγει στην πηγή του νερού και να χάνεται. Ακόμη διηγούνται οι πιο παλαιοί πως το στοιχειό της Χάρμαινας έβγαινε κάθε Σάββατο βράδυ, κατέβαινε από της «Κολοκυθούς το Ρέμα» και γύριζε στους δρόμους μουγκρίζοντας και σέρνοντας αλυσίδες.
Το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς αναβιώνει στην Άμφισσα ο Θρύλος του «Στοιχειού».
Από την συνοικία Χάρμαινα, όπου βρίσκονται τα παλιά Ταμπάκικα και τα σκαλιά του Αϊ Νικόλα κατεβαίνει το «στοιχειό» και μαζί ακολουθούν εκατοντάδες μεταμφιεσμένοι. Στο ιστορικό μεγάλο καφενείο της πόλης γίνονται συζητήσεις σατυρικού περιεχομένου για τους Θρύλους και τα Στοιχειά.

Αλευροπόλεμος – Γαλαξίδι


Όταν ανοίξει το Τριώδιο, όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του Γαλαξιδίου, κυκλοφορούν μεταμφιεσμένοι με αποκριάτικα κοστούμια στους δρόμους και στα καταστήματα.
Ένα από τα καθιερωμένα έθιμα της πόλης είναι το έθιμο της Καθαρής Δευτέρας, το άναμμα φωτιών σε πλατείες και δρόμους, με μουσική φαγητό, χορό και γλέντι.
Στο Γαλαξίδι την Καθαρά Δευτέρα δεν παίζουν με σερπαντίνες και χαρτοπόλεμο, αλλά με αλεύρι.
Το έθιμο του «αλευροπόλεμου διατηρείται από το 1801.
Εκείνα τα χρόνια, παρ’ όλο που το Γαλαξίδι τελούσε υπό την Τουρκική κατοχή, όλοι οι κάτοικοι περίμεναν τις Απόκριες για να διασκεδάσουν και να χορέψουν σε κύκλους.
Ένας κύκλος για τις γυναίκες, ένας για τους άνδρες. Φορούσαν μάσκες ή απλά έβαφαν τα πρόσωπά τους με κάρβουνο. Στην συνέχεια προστέθηκε το αλεύρι, το λουλάκι, το βερνίκι των παπουτσιών και ή ώχρα.

Μπουρανί – Τύρναβος

«Μπουρανί» για τους ντόπιου και «γιορτή του Φαλλού» για τους επισκέπτες είναι το έθιμο που έχει καθιερωθεί στον Τύρναβο, ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στη Διονυσιακή λατρεία και γι αυτό η ιστορία του χάνεται στα βάθη των αιώνων.
Οι καρναβαλικές εκδηλώσεις κορυφώνονται με το «μπουρανί» της Καθαρής Δευτέρας, τη μοναδική αυτή διονυσιακή γιορτή, αφιερωμένη στη γονιμότητα της γης. Αναπόσπαστο αξεσουάρ των καρναβαλιστών είναι ο φαλλός, τον οποίο στη διάρκεια των εορταστικών εκδηλώσεων βλέπει κανείς στην πόλη σε διάφορα μεγέθη και χρώματα.
Το «Μπουρανί» είναι λέξη τούρκικη και σημαίνει λαχανόρυζο ή σπανακόρυζο. Τα υλικά για την παρασκευή του είναι σπανάκι, τσουκνίδα και λίγος αντεράκος μαζί με ξύδι έτσι για νοστιμιά χωρίς λάδι καθόλου.
Παλιά η εκδήλωση του Μπουρανιού ήταν πιο γνήσια, πιο περιεκτική και φυσικά πιο ξεδιάντροπη.
Γύρω από την φωτιά για την προετοιμασία του εδέσματος, οι καρναβαλιστές χόρευαν αλληλοπειράζονταν, τραγουδούσαν άσεμνα τραγούδια, πετούσαν βωμολοχίες και έκαναν πρόστυχα πειράγματα προς τους άντρες περαστικούς. Φυσικά δεν έλλειπαν και οι φαλλοί, πήλινοι, ξύλινοι και άλλοι από καρότα.
«Το μπουρανί» είναι στην κυριολεξία ένα λαϊκό πανηγύρι αλλά στην ουσία είναι η γιορτή του φαλλού και συμβολίζει την αναπαραγωγή και την ευτεκνία. Για την προέλευση του, υπάρχουν δύο εκδοχές.
Η πρώτη αναφέρει ότι οι ρίζες του βρίσκονται στις πανάρχαιες εορτές των Ελλήνων: τα Διονύσια, τα Θεσμοφόρια, τα Αφροδίσια, τα Θαργήλια και κυρίως οι αλωαί που ήταν γεωργική εορτή πανάρχαια λατρεία και προθρησκευτική.
Και η δεύτερη ότι προέρχεται από Αρβανίτες που εγκαταστάθηκαν στον Τύρναβο γύρω στο 1770, λίγο πριν τα Ορφωλικά.
Η δεύτερη εκδοχή μάλλον είναι και η επικρατέστερη, καθώς τεκμηριώνεται από ιστορικά στοιχεία.
Λέγεται πως εκείνη την εποχή, έπεσε στον Τύρναβο επιδημία χολέρας και οι περισσότεροι κάτοικοι του βρήκαν θάνατο.
Η πόλη ερημώθηκε και ο σουλτάνος της περιοχής, έφερε ένα τμήμα Αρβανιτών, για να κτίσει την καινούργια πόλη, δίπλα στην παλιά (η περιοχή αυτή ονομάζεται «Κόκκαλα» επειδή στην περιοχή θάφτηκαν όσοι βρήκαν τον θάνατο από την χολέρα).
Οι Αρβανίτες αυτοί λοιπόν καθιέρωσαν το έθιμο που σώζεται ως τις μέρες μας.
Οι κάτοικοι της πόλης πηγαίνουν στο εξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία στα βόρεια της πόλης σε έναν ελεύθερο ευρύ χώρο (ένα μεγάλο αλώνι).
Η πορεία γίνεται σε πομπή της οποίας προηγούνται διάφορες ομάδες (θίασοι) μεταμφιεσμένων ή μη (μόνον ανδρών), οι οποίοι κουβαλούσαν όλα τα απαραίτητα για την λειτουργία.
Όταν η πόλη έφθανε στο χώρο του Προφήτη Ηλία εκεί κάθε ομάδα έστρωνε στο έδαφος διάφορα φαγητά και μια μεγάλη φιάλη σε σχήμα «φαλλού» γεμάτη με κρασί ή με γαλακτόχρουν κράμα ούζου ή τσίπουρου με νερό.
Παράλληλα άναβαν φωτιά πάνω στην οποία παρασκευάζοταν το «Μπουρανί» μια χορτόσουπα από σπανάκι και ξύδι για να νοστιμίζει.
Αφού γινόταν το μπουρανί που είχε την μορφή σούπας σερβιριζόταν στους «μυουμένους» ως μέθεξη – συμμετοχή στα δρώμενα – και έτσι άρχιζε ο χορός και τα τραγούδια, οι αστεϊσμοί και τα πειράγματα με άσεμνες βασικά εκφράσεις.
Πολλοί από τους άντρες που συμμετείχαν σε αυτό το τελετουργικό κρατούσαν στα χέρια τους φαλλούς σαν σκήπτρα και ήταν κατασκευασμένα από ξύλο ή πηλό ή ακόμα και από ψωμί και που αποτελούσαν το κυριότερο τελετουργικό σύμβολο.
Όταν τελείωνε το βράσιμο του «μπουρανί» όλοι μετέβαιναν δίπλα στις όχθες του Τιταρήσιου κι εκεί έτρωγαν και έπιναν εξακολουθώντας τα άσεμνα πειράγματα και τραγούδια.

Τζαμάλες – Ιωάννινα

Στα Ιωάννινα την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς γιορτάζονται οι»Τζαμάλες», δηλαδή μεγάλες φωτιές σε διάφορες γειτονιές της πόλης.
Διάφοροι πολιτιστικοί σύλλογοι της πόλης συγκεντρώνουν κούτσουρα σε κάποιο ανοιχτό χώρο της περιοχής τους και ανάβουν φωτιά το βράδυ της Κυριακής.
Γύρω από τη φωτιά μεταμφιεσμένοι και μη χορεύουν με δημοτικά αλλά και παραδοσιακά αποκριάτικα τραγούδια σε διπλές και τριπλές σειρές, ενώ το κρασί ρέει άφθονο με συνοδεία φασολάδας που μαγειρεύεται παραδοσιακά δίπλα από την «τζαμάλα»

Καρναβάλι Γυναικών – Αρτα

Κάθε χρόνο γίνεται το Καρναβάλι Γυναικών. Είναι μία εκδήλωση που οργανώνεται από ομάδες γυναικών αποκλειστικά.
Κάθε Τετάρτη πριν από τις Απόκριες κάνουν παρέλαση στον κεντρικό δρόμο της πόλης ντυμένες με Αποκριάτικές στολές για να καταλήξουν σε κάποιο από τα κέντρα της πόλης για ξεφάντωμα.

Φανοί – Κοζάνης



Είναι γιορτή και ξεφάντωμα γύρω από το βωμό της αποκριάτικης εορταστικής πυράς με φαγοπότι και οινοποσία, τραγούδι, χορό κι αθυροστομία χωρίς όρια.
Προέρχεται από τη λέξη φαίνω, που σημαίνει φαίνομαι από μακριά.
Ο Φανός απαιτεί προετοιμασία και οργάνωση, που συσπειρώνει τη γειτονιά και οδηγεί σε σχέσεις ζεστές και πολύτιμες, ιδιαίτερα σε εποχές απομόνωσης σαν τη σημερινή. Είναι ανοιχτός σε όλους και στηρίζεται στη συμμετοχή.
Η ιδιομορφία του και η αίγλη του κορυφώνεται την Κυριακή της Μεγάλης Αποκριάς, όταν ανάβουν οι Φανοί στις γειτονιές και τριγύρω τραγουδούν και χορεύουν οι χορευτές.
Ο φανός ανάβει κατά τις 8 το βράδυ της μεγάλης Αποκριάς, κι αμέσως ξεκινάει το τραγούδι και ο χορός γύρω του.
Το κέφι αρχίζει ν’ ανεβαίνει σιγά – σιγά και καμιά ώρα αργότερα, με κρασί και κιχιά, οι κύκλοι γύρω από το βωμό μεγαλώνουν και πληθαίνουν.
Κάθε γειτονιά πασχίζει να παρουσιάσει τον καλύτερο και πιο φανταχτερό Φανό, με τους πιο καλλίφωνους τραγουδιστάδες και τους πιο νόστιμους μεζέδες.
Εκεί ο αρχηγός (ο πρώτος) του Φανού κερνάει όλους κρασί με την κολοκύθα, που γέμιζε από τα βαένια και μεζέδες στο πινάκι.
Κατόπιν τους τραβάει με ιδιαίτερο ζήλο στο χορό. Τα τραγούδια διαδέχονται το ένα το άλλο, άλλοτε γρήγορα και πολυφωνικά και άλλοτε βαριά και μονότονα σε χρόνο αργό και συρτό. Το γλέντι κρατάει μέχρι τις πρωινές ώρες.
Όταν σβήνουν το φανό πολλοί μαζεύουν στάχτη και την σκορπούν στα χωράφια, αμπέλια, καλλιέργειες για να αυγατίσει η σοδειά.

Ραγκουτσάρια – Καστοριά


Στα Ραγκουτσάρια, το παραδοσιακό καρναβάλι που πραγματοποιείται κάθε χρόνο στην Καστοριά, οι κάτοικοι μεταμφιέζονται και φορούν μάσκες.
Οι μάσκες αυτές έχουν συμβολικό χαρακτήρα, αφού η όψη τους είναι τρομακτική και αποσκοπούν στο να ξορκίσουν το κακό από την πόλη.
Η ονομασία Ραγκουτσάρια, προέρχεται από το λατινικό rogatores, δηλαδή ζητιάνοι, (ακόμη rogatio στα Λατινικά σημαίνει ζητώ), αφού οι μεταμφιεσμένοι ζητούν απ’ τους νοικοκύρηδες να τους δώσουν δώρα προκειμένου να διώξουν τα κακά πνεύματα.
Άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι δεν διστάζουν να μασκαρευτούν και να ξεχυθούν στους δρόμους της Καστοριάς, αναστατώνοντας την πόλη με χορούς και τραγούδια.
Κέφι και σαματάς κυριαρχούν παντού ενώ η πόλη αντηχεί από τα όργανα και τις παραδοσιακές μελωδίες καθώς οι κάτοικοι, μπουλούκια που εμφανίζονται από παντού με τα όργανά τους, κατευθύνονται προς το κέντρο της πόλης.
Η γιορτή κορυφώνεται την τρίτη ημέρα – την επονομαζόμενη και Πατερίτσα – οπότε και βραβεύεται η καλύτερη μεταμφίεση στην παλιά, μεσαιωνική πλατεία Ντολτσό που έπαιξε ιστορικό ρόλο επί τουρκοκρατίας.
Οι ρίζες της γιορτής ανατρέχουν στη διονυσιακή λατρεία.

Το έθιμο του Καλόγερου – Σέρρες


Στο νομό Σερρών στην Αγία Ελένη την Δευτέρα της Τυρινής συναντάμε το έθιμο του «καλόγερου».
Την γιορτή αυτή αρχίζουν οι Αναστενάρηδες με απόκρυφη μυσταγωγία και συμμετέχουν και οι μίμοι, οι οποίοι συγκροτούν τον θίασο: ο Βασιλιάς, το Βασιλόπουλο, ο καπιστράς, ο καλόγερος, η νύφη, η μπάμπω και το εφταμηνίτικο, οι γύφτοι με την αρκούδα και τέλος οι Κουρούτζηδες (φύλακες).
Αφού ο θίασος του Καλόγερου επισκεφθεί όλα τα σπίτια του χωριού, συγκεντρώνονται όλοι οι κάτοικοι στην πλατεία, όπου γίνεται η προετοιμασία του συμβολικού αγρού για την σπορά και ακολουθεί η σκηνή του θανάτου και της ανάστασης του πρωταγωνιστή Καλόγερου.
Μόλις αναγγελθεί η ανάσταση του πρωταγωνιστή, ο θίασος αρχίζει κυκλικό χορό γύρω από το συμβολικά σπαρμένο χωράφι με τον Βασιλιά Σπορέα, στην κορυφή του χορού.
Μετά τον χορό ο Αναστενάρης δίνει τις ευχές του και το πλήθος ευχόμενο «κι από του χρόνου» διαλύεται.
Η λαϊκή αυτή θρακική λατρεία, παρουσιάζει επίσης εμφανή τα γνωστά στοιχεία του αρχαίου Διονυσιασμού.
Οι ερευνητές του εθίμου, βλέπουν τα πάθη και την Ανάσταση του Καλόγερου ως επιβίωση από τα πάθη του Θεού Διονύσου.

Το κάψιμο του Τζάρου – Ξάνθη

Ο «Τζάρος» ή η «Τζάρους» κατά τους κατοίκους της Ανατολικής Θράκης, ήταν ένα κατασκευασμένο ανθρώπινο ομοίωμα, τοποθετημένο πάνω σε έναν σωρό από πουρνάρια.
Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς καιγόταν στο κέντρο αλάνας, πλατείας ή σε υψώματα για να μην έχουν το καλοκαίρι ψύλλους.
Το έθιμο αυτό το έφεραν οι πρόσφυγες από το Σαμακώβ της Ανατολικής Θράκης και αναβιώνει κάθε χρόνο από τους κατοίκους του ομώνυμου συνοικισμού, ο οποίος βρίσκεται κοντά στη γέφυρα του ποταμού Κόσυνθου της Ξάνθης.

Το έθιμο του Μπέη – Διδυμότειχο

Στο Διδυμότειχο αναβιώνει το έθιμο του «Μπέη», που περιέχει διονυσιακά στοιχεία και έχει σατυρικό χαρακτήρα.
Ο Μπέης είναι ώριμος άνδρας με μουστάκι, ντυμένος με «γούνα», βαμμένος με κοκκινάδι, πολλά στολίδια, μαύρο φέσι, μπότες και φέρει μαζί του ραβδί, πιστόλια και ναργιλέ.
Μέσα από αυτή την αναπαράσταση σατιριζόταν η τουρκική κατοχή και η ανέχεια της εποχής εκείνης.
Προηγείται όλων ο τελάλης, ακολουθεί η φρουρά του Μπέη, έπειτα ο ίδιος, οι αυλικοί και οι γεωργοί, που αναπαριστούν γεωργικές εργασίες της εποχής εκείνης. Το ντύσιμο όλων σχεδόν των προσώπων, βασίζεται σε ρούχα παλαιότερων εποχών και στον αυτοσχεδιασμό.
Αφού τελειώσει η «γύρα» του μπέη, γίνεται αναπαράσταση των τοπικών εργασιών (όργωμα, θερισμός) από τους γεωργούς.
Ακολουθεί γαϊδουροδρομία και ρωμαϊκή πάλη.
Μετά την ολοκλήρωση της ρωμαϊκής πάλης στο Μεσοχώρι, ο κόσμος μαζεύεται στις ταβέρνες, και μαζί με το «προσωπικό» του Μπέη, πίνει και διασκεδάζει με παραδοσιακά όργανα της περιοχής.

Η Χάσκα ή Λάμκα

Η «Χάσκα» ή «Λάμκα» γίνεται στο τέλος της οικογενειακής συγκέντρωσης το βράδυ της Αποκριάς.
Ο πρεσβύτερος δένει μία κλωστή στον πλάστη με τον οποίο ανοίγονται τα φύλλα της πίτας, και στην άκρη της κλωστής δένεται ένα ξεφλουδισμένο βραστό αυγό.
Όλοι κάθονται οκλαδόν σε γύρο και από τη μέση ο παππούς κουνάει σαν εκκρεμές το αυγό στα στόματα των μελών της οικογένειας, τα οποία έχουν «δεμένα» στην πλάτη τα χέρια τους, και προσπαθούν να χάψουν το αυγό.
Όταν συμβεί αυτό βάζουν φωτιά στην κλωστή και αν καεί ολόκληρη θεωρείται «καλός οιωνός» για την οικογένεια.
Το έθιμο της «Χάσκας» ή «Λάμκας» το επιβάλει η σαρακοστιανή επιταγή που λέει: «με αυγό κλείνει το στόμα και με αβγό ανοίγει πάλι το βράδυ της Ανάστασης» υπενθυμίζοντας τη νηστεία που πρέπει να τηρηθεί στο μεσοδιάστημα αυτό.

«Η Κηδεία της μάσκας» – Ζάκυνθος


Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς μετά την καρναβαλική παρέλαση, αργά το απόγευμα πραγματοποιείται η Κηδεία της Μάσκας η οποία αποτελεί ένα ιστορικό σατιρικό δρώμενο του νησιού με το οποίο κορυφώνονται οι καρναβαλικές εκδηλώσεις.
Μπροστά βρίσκεται η μπάντα η οποία παιανίζει πένθιμα αλλά και καρναβαλικά και πίσω ακολουθούν τα καπίτουλα με τα φαναράκια, πιο κάτω το χρωματιστό φέρετρο του καρνάβαλου και στο φινάλε η «θλιμμένη» οικογένεια με την τραγική φιγούρα της χήρας μέσα στα μαύρα.
Η πομπή μετά την τελευταία βόλτα στους δρόμους της πόλης καταλήγει στο λιμάνι όπου ο Βασιλιάς Καρνάβαλος καίγεται με το φέρετρο του.

«Το έθιμο της καμήλας» – Σταυρούπολη

Τελείται κάθε χρόνο την ημέρα της Καθαρά Δευτέρας, στην κεντρική πλατεία του οικισμού της Σταυρούπολης.
Κατά την τέλεση του δρώμενου οι κάτοικοι είναι μεταμφιεσμένοι κάνοντας διάφορους ήχους και μουτζουρώνοντας ο ένας τον άλλο, σε μια παρέλαση ακολουθούν ένα ομοίωμα καμήλας και έναν ενήλικο να παριστάνει τον καμηλιέρη Άραβα.
Το έθιμο της καμήλας αρχικά είχε παγανιστικό χαρακτήρα, τελούνταν και συμβόλιζε την δέηση των κατοίκων για τη γονιμότητα της γης αφού η χρονική στιγμή συνέπιπτε με τον ερχομό της άνοιξης και την έναρξη των αγροτικών εργασιών.
Αργότερα σε συνδυασμό με την Ορθόδοξη πίστη και θρησκεία που θέτει την ημέρα αυτή ως την Αρχή της Σαρακοστής, άλλαξε χαρακτήρα και συμβολίζει το τέλος των εορτών του καρναβαλιού και την αρχή της νηστείας.

ΠΗΓΗ...http://www.eparousia

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Η λίστα ιστολογίων μου

Σελίδες

Protected by Copyscape Plagiarism Checker