Myspace Falling Objects

Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ-ΜΕΡΟΣ 2

Ίδιο πρόσωπο έρχεται, ίδιο μαντάτο φέρνει.
· Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.
o Λέγεται συνήθως σε εκείνους που καυχώνται για προγενέστερα ανεπιβεβαίωτα κατορθώματά τους και προκαλούνται τώρα να τα επαναλάβουν, για να αποδείξουν ότι δεν λένε ψέματα. Η φράση προέρχεται από τον αισώπειο μύθο «Ανήρ κομπαστής».
· Ιδού ο νυμφίος έρχεται.
o Λέγεται όταν πρόκειται να επισημανθεί η απροσδόκητη έλευση ενός προσώπου ή γεγονότος που θα κρίνει τελεσίδικα το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας. (Ματθ. ΚΕ'6)
· Ιμάτιον Αντισθένους.
o Λέγεται για κάποιον που καμαρώνει φιλάρεσκα για την δήθεν ταπεινοσύνη του.
· Ίτε παίδες Ελλήνων.
o Εμπρός, παιδιά των Ελλήνων. Φράση από τον Αισχύλο (Πέρσες, 402: «Ω παίδες Ελλήνων, ίτε»).
·
Καβάλα πάν' στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε.
· Καθ' ενού η πορδή, μόσχος του μυρίζει.
· Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται.
· Κάθε αρχή και δύσκολη.
· Κάθε εμπόδιο σε καλό.
· Κάθε θαύμα τρείς μέρες, το μεγάλο τέσσερις.
· Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.
· Κάθε μαχαλάς και τάξη, κάθε ρούγα και ζακόνι.
· Κάθε πράμα στον καιρό του και ο κολιός τον Αύγουστο.
· Κάθε σταλαματιά νερό τ' Απρίλη είναι ένα βαρέλι λάδι.
· Καημό που το 'χε η ρίγανη, που εκάη το καταράχι
· Και η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες.
· Και με τα χίλια βάσανα πάλι η ζωή γλυκιά είναι.
· Και με τα χίλια στ' φυλακή και με τα πεντακόσια.
o Και μ' εκατό στη φυλακή και με τα λίγα μέσα.
· Και το βόλι είναι μικρό, αλλά σκοτώνει και θεριό.
· Καινούργιο κοσκινάκι μου, και πού να σε κρεμάσω;
· Καινούργια αγάπη έπιασα, παλιά μου στάσου πίσω.
· Και ο άγιος φοβέρα θέλει.
· Και οι τοίχοι έχουν αυτιά.
· Και 'συ κακό χερόβολο και 'γω κακό δεμάτι.
· Και τ' αυγού το μέσα και τ' αυγού το έξω. (Ποντιακή)
· Και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα.
· Και την πορδή σου δύναμη.
· Καιρός πανιά, καιρός κουπιά.
· Καιρός παντί πράγματι.
o Kάθε πράγμα στον καιρό του.
· Καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια.
· Κακή μοίρα έχεις άντρα μου, ούλοι 'πνιγήκανε και σύ εγλύτωσες.
· Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει.
· Κακό χωριό τα λίγα σπίτια.
· Κακού κόκορος κακόν ωόν.
o (μεταφορ.) Από κακό δάσκαλο βγαίνει κακός μαθητής.
· Καλά είν' τα ρουπακόφυλλα με το ρογί το λάδι.
o Καλά είν' τα πλατανόφυλλα με το ροΐ το λάδι.
· Καλά είν' τα φαρδομάνικα, μα είν' για δεσποτάδες.
· Καλή ζωή, κακή διαθήκη.
· Καλιμασιά και Νένητα, Πυργί και Βερβεράτο αυτά τα τέσσερα χωριά βάζουν τη Χίο κάτω. (Χιώτικη)
· Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
· Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.
· Κάλλιο λόγια στο χωράφι, παρά μάγκανα στ' αλώνι.
· Κάλλιο μια πορδή (ενν.: να αφήσω) παρά ένα ασκί άντερα (ενν.: να χάσω).
· Κάλλιο 'νας φρόνιμος οχτρός παρά 'νας φίλος παλαβός. (Κεφαλονίτικη)
· Κάλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρει.
· Κάλλιο πέντε κάρβουνα, παρά χίλια πρόβατα.
· Κάλλιστον εντάφιον η βασιλεία.
o Το ωραιότερο σάβανο είναι η βασιλεία. Περίφημη φράση της Θεοδώρας στον Ιουστινιανό σε κρίσιμη στιγμή.
· Κάλλιο σταυρός στην πόρτα σου, παρά στην εδική μου.
· Κάλλιο χήρα κακομοίρα, παρά κακοπαντρεμένη.
· Καλόμαθε η γριά στα σύκα, θα φάει και τα συκόφυλα.
· Καλομελέτα κι έρχεται.
o Κακομελέτα κι έρχεται.
· Καλογέροι για δουλειά, ούτε κρίση ούτε λαλιά. Καλογέροι για φαί, όλοι εδώ οι ορφανοί.
· Καλός καλό 'κε θωρεί, κακός κακό 'κε βλέπει. (Ποντιακή)
· Καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στη πόλη.
o Κάλλιο πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στη πόλη.
· Καναπίτσα δωσαμε, καναπιτσόσπορο πήραμε.
· Κάνε Γιάννο μ' τη δουλειά σου, κι ύστερα και πάλι θειά σου.
· Κάνε με ξανά γαμπρό, να δεις πως καμαρώνω.
· Κάνε με σοφό, να σε κάνω πλούσιο.
· Κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό.
· Κάνε φίλο το χωριάτη να σ' ανέβει στο κρεβάτι.
· Κανένας δεν άγιασε στον τόπο του.
· Κάποιο λάκκο έχει η φάβα.
· Καράβι που αργεί σκατά είναι φορτωμένο.
· Κάτα σο κρέας κι έφτασεν και είπεν: Παρασκευή έν'. (Ποντιακή)
· Κατά μάνα και πατέρα, κατά γιό και θυγατέρα.
o Κατά μάνα κατά κόρη κατά γιος και θυγατέρα.
· Κατά που μου ψάλλεις, σου κανοναρχώ.
· Κατά τ' αγώι κι ο αγωγιάτης.
· Κατά το μαστρο-Γιάννη και τα κοπέλια του.
· Κατά φωνή κι ο γαίδαρος.
· Κάτι τρέχει στα γύφτικα.
· Κι αλευρωμένος να 'ναι ο ποντικός, η γάτα τον γνωρίζει.
· Κι αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας.
· Κι ο άγιος φοβέρα θέλει.
· Κίνησε ο Εβραίος για το παζάρι κι έλαχε μέρα Σάββατο.
· Κλαίγοντ' οι χήρες, κλαίγονται κι οι παντρεμένες.
o Κλαίν' οι χήρες, κλαιν' οι παντρεμένες, κλαιν' κι αυτές που 'χουν από δυό.
· Κλείδα την πόρτα σου και το γείτονά σου κλέφτα μη πιάνεις. (Ποντιακή)
· Κλωτσιούνται τ' άλογα και την πληρώνουν τα γαϊδούρια.
· Κόκκινα γένια, μάτια γαλανά, καρδιά του Ιούδα, ψυχή του σατανά.
· Κομίζει γλαύκα ες Αθήνας.
· Κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά.
· Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή σαλαμπαντάνα.
· Κοντός ψαλμός αλληλούϊα.
· Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει.
· Κορακος εξελευσεται κρα.
· Κόρακας να σε πιάσει. (το λέμε όταν βήχει πολύ κανείς)
· Κορώνας το μάτι γυαλίζει, θαρρούν ένι όλο άλειμμα. (Ποντιακή)
· Κοσμοκράτορας γίνεσαι, πλην στομοκράτορας 'κι επορείς. (Ποντιακή)
· Κότα πίτα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη
Λαγός την φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του.
Λαγός τη φτέρη εκούναγε, κακό της κεφαλής του.
Λάδι βρέχει, κάστανα χιονίζει.
Λάδια πολλά κι από τηγανήτα τίποτα.
Λαός 'ξαγριεμένος, φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Λάχανα 'ς τη μάνα μου,λάχανα 'ς τον άντρα μου, κάλλια ήταν 'ς μάνα μου.
Λέγε λέγε το κοπέλι κάνει την γριά και θέλει.
Λείπ' ο γάτος χορεύουν τα ποντίκια.
Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή;
Λίγα είναι τα ψωμιά του.
Λιθάρι που κυλάει, χόρτο δεν κρατάει.
Λίθοι και πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμένοι.

Μ
Μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.
Μάζευε κι ας είν' και ρώγες.
Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά.
Μαζί με τη γαρυφαλιά ποτίζεται κι η γλάστρα.
Μαζί με το βασιλικό, ποτίζεται κι η γλάστρα.
Μάη μήνα μη φυτέψεις, Μάη μη στεφανωθείς, Μάη μήνα μη δουλέψεις, Μάη μη ταξιδευτείς.
Μάη μου, καλέ μου μήνα, νά ’σουν δυο φορές το χρόνο!
Μάης άβροχος μούστος άμετρος.
Μάης άβροχος χρονιά ευτυχισμένη.
Μάης βρεμένος μούστος μετρημένος.
Μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι. (σκωπτικό-χιουμοριστική)
Μάθε γέρο γράμματα τώρα στα γεράματα.
Μάθε τέχνη κι άσ' τηνε κι αν πεινάσεις πιάσ' τηνε.
Μάθε τέχνη κι άσ' τηνε κι αν φτωχύνεις πιάσ' τηνε.
Μαθημένα τα βουνά απ' τα χιόνια.
Μαθημένο είναι το αρνί να του παίρνουν το μαλλί.
Μακάρι σαν τον Αύγουστο να 'ταν οι μήνες όλοι.
Μαλλί βαμβάκι, ψωλή φαρμάκι.
Μαριγούλα Μαριγώ, δεν με θέλεις, να κι εγώ!
Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης.
Μάρτ'ς, γδάρτ'ς, ουρθοχέστ'ς, παλουκοκαύτης.
Μάρτης έβρεχε, θεριστής χαιρόταν.
Μας έμαθαν οι Κρητικοί πως είμαστε Χανιώτες.
Μας περίσσεψε η ρίγανη, τη βάλαμε και στα σκατά.
Μάστορας και μαθετής, τύφλα να 'χουνε κι οι τρεις. (Ποντιακή)
Μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται.
Μαύρη μοίρα που 'χεις άντρα, όλοι παν και δε γυρίζουν εσύ πας κι έρχεσαι.
Μάχαιραν δώσεις, μάχαιραν λαμβάνεις.
Με ήλιο τά ’βγαζα, με ήλιο τά ’βαζα, τι έχουν τα έρμα και ψοφάν;
Με όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις.
Με πορδές δε βάφονται αυγά.
Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες.
Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις.
Μεγαλώνει το γομάρι και κονταίνει το σαμάρι.
Μεσιακό γαϊδούρι, το τρώει λύκος.
Με το ζόρι, παντρειά δε γίνεται.
Με τον παρά μου, γαμώ και την κυρά μου.
Με χόρτασε η μάνα μου, μα σαν τα χέρια μου όχι.
Μ' ευγενικόν κουβέντιαζε, και ξόδευε το βιος σου. (Κεφαλονίτικη)
Μη βροντήξεις ξένη πόρτα και βροντήξουν τη δική σου.
Μη δεις ψηλό και φοβηθείς, κοντό κι αναθαρρέψεις.
Μηδέ χελιδόνας εν οικία δέχεσθαι.
Μηδέν άγαν (τίποτα σε υπερβολή).
Μη θωρείς με πως κουτσαίνω, δες την ίσια μου τη μοίρα.
Μη κρίνετε ίνα μη κριθείται.
Μη μου τους κύκλους τάραττε.
Μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου.
Μην αναβάλλεις για αύριο ό,τι μπορείς να κάνεις σήμερα.
Μην κακολογάς το σπίτι σου, μην πέσει και σε πλακώσει!
Μην τάξεις σ' άγιο κερί και σε παιδί κουλούρι.
Μην το πεις ούτε του παπά.
Μην φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν.
Μη στάξει η ουρά του ποντικού, και λερωθεί το λάδι.
Μητ' ο σκύλος τρώει τ' άχυρο μήτε το γάιδαρο αφήνει.
Μια ζωή χρωστάμε ούλοι μας. (Κεφαλονίτικη παροιμία)
Μια στο καρφί και μια στο πέταλο.
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα.
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και τον επιάσανε.
Μια χαρά και δυο τρομάρες.
Μικρόν κώλον δεν έδειρες, μέγαν μη φοβερίζεις.
Μικρό-μικρό τ’ αλώνι μου, να ’ναι μοναχικό μου.
Μικρός-μικρός δεν έμαθες, μεγάλος μην ελπίζεις.
Μικρό μουνί, μεγάλο γαμήσι.
Μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μη δώστε.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Μοναχός σου χόρευε κι' όσο θέλεις πήδα.
Μονάχος μήτε στον παράδεισο.
Μού ’κανες τη μέρα δάκρυ και τη νύχτα συμφορά
Ν
Ν' απλώνεις τα πόδια σου όσο φτάνει το στρώμα σου.
Να 'καναν οι μύγες μέλι, τρεις οκάδες στον παρά.
Να ζήσει όποιος μ' έβρισε, να σκάσει όποιος μου το 'πε.
Να λιλί δως μου τσιτσί.
Να ξαναγενόμουν νύφη, θα 'ξερα να προσκυνήσω.
Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω μέλι.
Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι.
Να σηκωθεί ο άνθρωπος να κάτσει ο γάιδαρος.
Να σωπάσει ο άνθρωπος να μιλήσει το γαϊδούρι.
Να 'ταν τα Φώτα βροχερά και η Λαμπρή βροχάτη.
Νά 'ταν η ζήλεια ψώρα θα ξυνόταν όλη η χώρα!
Νά 'ταν η ζήλεια ψώρα, θα γέμιζ' όλ' η χώρα.
Να 'χαμε τραχανά και λάδι, να μας έδινε η γειτόνισα τον τέτζερη.
Να 'χαν οι κουρούνες γνώση, να μας δάνειζαν καμπόση.
Νηστεύει ο δούλος του Θεού, γιατί ψωμί δεν έχει.
Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει.
Νιός ήμουν και γέρασα.
Ήμουνα νιός και γέρασα.
Νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν.
Να ξεπλύνεις τις αμαρτίες σου, όχι μόνον το πρόσωπό σου. Είναι η περίφημη καρκινικήεπιγραφή (δηλ. φράση που διαβάζεται από την αρχή και από το τέλος το ίδιο) που είχε χαραχθεί στο ναό της Αγ.Σοφίας.
Νοέμβρη νόγα κι έσπερνε, ξερά - χλωρά πελέκα.
Νους ορά και νους ακούει.
Nους υγιής εν σώματι υγιεί.
Ένα υγιές πνεύμα προϋποθέτει ένα υγιές σώμα.

Ο
Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω.
Ο ανήφορος φέρνει κατήφορο.
Ο άνθρωπος ότι μπορεί κι ο Θεός ότι θέλει.
Ο αποθανών δεδικαίωται.
Ο Απρίλης ρίχνει τη δροσιά κι ο Μάης τα λουλούδια.
Ο άρρωστος θέλει γιατρό κι ο πεθαμένος κλάμα.
Ο βήχας, ο έρωτας και τα λεφτά δεν κρύβονται.
Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται.
Ο γάιδαρος είν' γάιδαρος και ας φορεί και σέλα.
Ο γάτος κι ο καλόγερος πολυαγαπούν το ψάρι, κι η παντρεμένη το φιλί, κι η λεύτερη το χάδι.
Ο γέγονε, γέγονε.
Ό,τι έγινε, έγινε. (Πβ.Ιω.ΙΘ.22)
Ο Γενάρης δεν γεννά μήτε αυγά μήτε πουλιά, μόνο χιόνια και νερά.
Ο γέγραφα γέγραφα.
Ότι γράφει δεν ξεγράφει.
Ο γραμμάτων άπειρος ου βλέπει βλέπων.
Ο αγράμματος είναι στην ουσία τυφλός.
Ο δέ ψευδής λόγος γίνεται παρά το πρώτον ψέυδος.
Ο έρως χρόνια δεν κοιτά.
Ο έχων ώτα ακούει, ακουέτω.
Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει και το νοικοκύρη.
Ο θεός αγαπάει τον κλέφτη, μα σαν τον νοικοκύρη, όχι.
Ο θεός βλέπει βουνά και ρίχνει χιόνι.
Ο θεός έφκιασε τον κόσμο κι είπε: "Οπόχει μυαλό ας πορεύεται." (Κεφαλονίτικη )
Ο θεός οικονομάει κι ο διάολος τα χαλάει.
Ο καθένας για λόγου του κι ο θεός για όλους. (Κεφαλονίτικη)
Ο καθένας την πορδή του μοσχολίβανο την έχει. (από Μακεδονία)
Ο κακός το πρωί, το βράδυ χειρότερος. (Βυζαντινή)
Ο κανατάς όπου θέλει κολλάει τα χερούλια. (Κεφαλονίτικη)
Ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει.
Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται.
Ο καλός καραβοκύρης στη φουρτούνα φαίνεται.
Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει.
Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται.
Ο κερατάς το μαθαίνει πάντα τελευταίος.
Ο κόσμος τό 'χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι.
Ο κουζουλός ο γάιδαρος, πάντα πουλάρι δείχνει.
Ο Κρητικός δεν ξέρει από θάλασσα.
Ο λύκος δε βρωμίζει τη φωλιά του.
Ο λύκος έχει τ' όνομα κι η αλεπού τη χάρη.
Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμην άλλαξε μήτε την κεφαλήν του.
Ο λύκος σαν γεράσει, μασκαράς των σκυλιών γίνεται.
Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται.
Ο λύκος στην αντάρα χαίρεται.
Στην αντάρα τρέχει ο λύκος.
Ο Μάης έχει τ' όνομα ο Απρίλης τα λουλούδια.
Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος πέντε φορές εχιόνισε και πάλι το μετάνιωσε και πάλι ξαναχιόνισε.
Ο Μάρτης πότε κλαίει και πότε γελάει.
Ο Μάρτης ώρα βρέχει και χιονίζει κι ώρα μαρτολουλουδίζει.
Ο μέν λόγος θαυμαστός, ο δέ λέγων άπιστος.
Ο μη δαρείς ου παιδεύεται.
Αν δε φάει κανείς ξύλο δε μαθαίνει γράμματα.
Ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω.
Όποιος δεν εργάζεται δεν πρέπει να τρώει. (Πβ. Παύλ. Τιμόθ. Γ'10)
Ο μη ων μεθ' ημών καθ' ημών (εστί).
Όποιος δεν είναι με το μέρος μας είναι εναντίον μας. (Πβ. Ματθ. ΙΒ'30)
Ο νοικοκύρης είναι το αλάτι του σπιτιού.
Ο ξυπόλυτος είδε τον κουτσό και παρηγορήθηκε.
Ο παπάς ευλογάει πρώτα τα γένια του.
Ο παπουτσής ξυπόλητος κι ο ράφτης μπαλωμένος.
Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται.
Ο πλούσιος έχει την τιμή, ο πλούσιος και τη δόξα.
Ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται.
Ο που αγάλι-αγάλι περπατεί μακριά μπορεί να πάει.
Ο που έχει κόρη ακριβή, του Μάρτη ο ήλιος μην τη δει.
Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Ο σπόρος κι ο παράς, αν δεν σκορπιστούν δεν αυγαταίνουν.
Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει.
Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει, μα σαν τύχει και θυμώσει, μες στα χιόνια θα μας χώσει.
Ο Φλεβάρης με νερό, κουτσός μπαίνει στο χορό.
Ο Χάρος φίλους και εχθρούς σ' ένα τραπέζι σμίγει.
Ο χειρότερος κουφός είν' αυτός που δε θέλει ν' ακούσει.
Ο χοίρος τη λάσπη κυνηγά.
Ο ψεύτης κι ο κλέφτης το πρώτο χρόνο χαίρονται.
Οι αιώνες αντιγράφουν αλλήλους. (αρχαιοελληνικό ρητό)
Οι ακαμάτρες κι οι χαζές έχουν τις τύχες τις καλές. (σκωπτικό-χιουμοριστική)
Οι πουτάνες κι οι τρελές έχουν τις τύχες τις καλές. (σκωπτικό-χιουμοριστική)
Οι γύφτοι τα μαλώματα για πανηγύρια τά 'χουν
Οι δρόμοι είναι ανοιχτοί και τα σκυλιά δεμένα.
Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.
Οι κάμποι θρέφουν άλογα και τα βουνά λεβέντες.
Οι μούτσοι που γαμούσαμε 'γίναν καπεταναίοι. (σκωπτικό-χιουμοριστική)
Οι όψιμες θέλουν βροχές κι οι πρώιμες δροσούλες.
Οι πολλοί καπεταναίοι ρίχνουν έξω το καράβι.
Οι πολλοί μάγειροι τη χαλάν τη σούπα.
Οι Χιώτες πάνε δυο-δυο.
Οκτώβρη και δεν έσπειρες, οκτώ σακιά δε γέμισες.
Οκτώβρη και δεν έσπειρες, στάρι μην περιμένεις.
Όλα εδώ πληρώνονται.
Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα.
Όλα τα πουλιά μισεύουν, οι κοράκοι μόνο μένουν.
Όλα τα φαντάσματα, του ύπνου αναγελάσματα.
Όλα τά 'χε η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε.
Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη.
Όλο το αβγό στην πίτα.
Όλοι οι καλοί μαζί, κι ο ψωριάρης χώρια.
Όλοι όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια.
Όλοι όλοι αντάμα κι ου ψώριαβος αχώρια.
Όμοιος ομοίω αεί πελάζει.
· Όμοιος τον όμοιο αγαπά κι όμοιος τον όμοιο θέλει.
· Όμοιος τον όμοιο γύρευε,πουτάνα την πουτάνα, κι ο κερατάς τον κερατά να περπατούν αντάμα.
Όμοιος στον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα.
Ομορφιά χωρίς χάρη, αγκίστρι χωρίς δόλωμα.
Όνομα και μη χωριό.
Όντες θέλει να χαλάσει ο θεός το μέρμυγκα, του βάνει φτερά και πετάει. (Κεφαλονίτικη)
Ονείρατα μοι λέγεις.
Όπερ έδει δείξαι.
Όπερ και εγένετο.
Όποιος αγάλια περπατεί, πολύ μακριά πηγαίνει.
Όποιος αέρας κι αν φυσά, ο μύλος πάντα αλέθει.
Όποιος βιάζεται σκοντάφτει.
Όποιος βγάνει και δε βάνει, γρήγορα στον πάτο φτάνει.
Όποιος γελάει τη γη κι η γης τόνε γελάει.
Όποιος γίνεται πρόβατο τον τρώει ο λύκος.
Όποιος γυρίζει, μυρίζει κι όποιος κάθεται, βρωμάει.
Όποιος δε θέλει να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινίζει.
Όποιος δε θέλει κούρταλα, στο χαλκιδειό δεν πάει.
Όποιος δεν έχει μαυρομάτα, φιλάει την τσιμπλομάτα.
Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια.
Όποιος δεν κάνει τρέλες στα νιάτα του, τις κάνει στα γεράματά του.
Όποιος δεν τιμάει τη γυναίκα του, την κάνει άτιμη.
Όποιος διαβάζει με τ' αρχίδια, γαμάει με τα μάτια. (για την πρεσβυωπία)
Όποιος διάβολο αγόρασε, διάβολο πουλάει.
Όποιος είν' έξω απ' το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει.
Όποιος έχει πολύ πιπέρι βάζει και στα λάχανα.
Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια.
Όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται.
Όποιος θέλει ν' αγαπήσει, θέλει να χασομερήσει, θέλει άσπρα να ξοδιάσει και να μη τα λογαριάσει.
Όποιος θέλει τα πολλά χάνει και τα λίγα.
Όποιος καεί απ' το χυλό φυσάει και το γιαούρτι.
Όποιος καει στο κουρκούτι φυσάει και το γιαούρτι.
Όποιος καμαρώνει γι' αφεντιά, πρέπει κι αφέντης να 'ναι.
Όποιος μπλέκει με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες.
Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες.
Όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί.
Όποιος ξένο σκύλο θρέφει, μόνο το λουρί του μένει.
Όποιος πίνει βερεσέ, δυο φορές μεθάει.
Όποιος πηδάει πολλά παλούκια, ένα μπαίνει στον κώλο του.
Όποιος σπέρνει ανέμους θερίζει θύελλες.
Όποιος σπέρνει τον Οκτώβρη έχει τρεις σωρούς τ' αλώνι.
Όποιος στα είκοσι δεν έχει νου, στα τριάντα ας μην προσμένει.
Όποιος στα σκότη περπατεί, σε λάσπες και σκατά πατεί.
Όποιος στην ξέρα περπατεί και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος οπίσω του κουκιά του μαγειρεύει.
Όποιος τα φίδια κυνηγά, φίδι θα τον δαγκώσει, κι όποιος τον κίνδυνο αγαπά, αυτός θα τον σκοτώσει.
Όποιος φυλάει τα ρούχα του, του μένουν τα μισά.
Όποιος χάνει στα χαρτιά κερδίζει στην αγάπη.
Όπου αγάλι-αγάλι περπατεί, μακριά μπορεί να πάει.
Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι.
Όπου βλέπεις μάσα, κάτσε κι όπου βλέπεις ξύλο, τρέχα.
Όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη.
Όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος.
Όπου δεν τα βγάζει πέρα ο διάολος μοναχός του, στέλνει τη γυναίκα.
Όπου είσαι ήμουνα, και όπου είμαι θ'άρθεις (ή θα φτάσεις).
Όπου έχει δυο αγαπητικές χαρά έχει μεγάλη, γιατί όταν μαλώνει με τη μια κινάει και πάει στην άλλη.
Όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει.
Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει.
Όπου 'ναι καλορίζικος γεννάει κι ο κοκοράς του.
Όπου πεθαίνουνε πολλοί, θάνατο μη φοβάσαι.
Όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά.
Όπου φτύνουν πολλοί μαζί, κυλάει ποτάμι.
Όπου φτωχός κι η μοίρα του.
Όπως έστρωσες θα κοιμηθείς.
Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα λέει αγουρίδες.
Όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος.
Όσα φέρνει η ώρα δε τα φέρνει ο χρόνος.
Όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η στιγμή.
Όσες πράσινες φοράδες, τόσες καλοπεθεράδες.
Οσο κι αν γέρασε ο Χριστός πέντε θαύματα τα κάνει.
Όσο πίν' η πεθερά μας τόσο μας καλοχαιρετάει.
Όσος είσαι πάντα φαίνου και κομμάτι παρακάτω.
Όταν ανακατώσεις τα σκατά, βρωμάνε.
Όταν δεις ακρίβεια, καρτέρειε και τη φθήνεια.
Όταν δεν μπορεί να δείρει το γάιδαρο, δέρνει το σαμάρι.
Όταν διψάει η αυλή σου νερό έξω μη χύσεις.
Όταν ευρείς το φόρτωμα πληρώσου το κουρμέκι.
Όταν έχεις και δεν τρως, πρέπει να σε δει γιατρός.
Όταν θέλεις να φτιάξεις πορτοκαλάδα, θέλεις πορτοκάλια. Άσχετα αν οι πατάτες είναι πιο φθηνές.
Όταν κλείνει μια πόρτα, ανοίγει ένα παράθυρο.
Όταν κλείνει μια πόρτα, κλείνει κι ένα παράθυρο.
Όταν κοιμάται ο γιόκας μου ψωμί δε μας γυρεύει.
Όταν ο μήνας δεν έχει ρώ (ρ) το κρασί θέλει νερό.
Όταν χτυπιούνται δυο σταμνιά, το ένα απ' τα δύο θα σπάσει.
Όταν ψοφήσουν τ' άλογα, έχουν τιμή τα γαϊδούρια.
Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει.
Ό,τι δίνεις παίρνεις.
Ότι λάμπει δεν είναι χρυσός.
Ου γαρ έρχεται μόνον.
Ουδείς αναντικατάστατος.
Ουδείς εκών κακός.
Κανείς δεν είναι κακός με τη θέλησή του (μία από τις βασικότερες διδαχές του Σωκράτη).
Ουδείς μωρότερος των ιατρών, αν δεν υπήρχαν οι διδάσκαλοι.
Ουδείς χειρότερος εχθρός από τον ευεργεντηθέντα φίλο.
Ουδέν κακό αμιγές καλού.
Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον.
Ουκ εα με καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον.
Δε με αφήνει να κοιμηθώ (να ησυχάσω) η νίκη του Μιλτιάδη. Είναι η περίφημη φράση που έλεγε ο Θεμιστοκλής μετά τη νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα. Άλλοι την αποδίδουν στη φιλοδοξία και στη ζήλεια του Θεμιστοκλή, και άλλοι στην ανησυχία και στον φόβο του ότι οι βάρβαροι θα ξαναχτυπούσαν σύντομα την Ελλάδα, όπως το διορατικό του δαιμόνιο διέβλεπε.
Ουκ εν τω Άδη μετάνοια.
Ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος.
Ο άνθρωπος δεν αξίζει να ζει μόνο για την υλική τροφή του.
Ούτε γάμος δίχως κλάματα ούτε κηδεία δίχως γέλια.
Ούτε γής ούτε ουρανού άπτεται.
Ούτε το διάβολο να δεις, ούτε τον σταυρό σου να κάνεις.
Όύτε ψύλλος στον κόρφο του (δε θά 'θελα νά 'μαι).
Ού το εράν νόσος, αλλά το μη εράν.
Ουκ αντιλέγοντα δέι τόν αντιλέγοντα πάυειν, αλλά διδάσκειν - ουδέ γάρ τόν μαινόμενον αντιμαινόμενός τις ιάται.
Όχι Γιάννης, Γιαννάκης.
Όψιμος γιος δε θα γνωρίσει πατέρα. (Βυζαντινή)

Π
Πάθει μάθος.
Μαθαίνουμε παθαίνοντας. (Πβ. Αισχ. Αγαμ.177)
Παιδιά, σκατά και σύννεφα... δεν πιάνονται. (Χιώτικη)
Παίναε τη θάλασσα, αλλά να περπατείς στην ξέρα.
Παλιό γιατρό και γέρο καπετάνιο να γυρεύεις.
Παλιό μουλάρι καινούργια περπατησιά δε βγάνει.
Παλιό τ' αμπέλι, λίγο το κρασί.
Παλιός οχτρός φίλος δε γίνεται. (Κεφαλονίτικη)
Παν μέτρον άριστον.
Παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα 'ναι να μην μπαίνουνε στο σπίτι.
Παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι.
Παπάς, παπά καλό δε θέλει.
Παπάς εγίνεις Κωσταντή; Έτσι το 'φερ' η κατάρα.
Παπάς στην πόλη, η παπαδιά 'μολογάει.
Ο παπάς απ' την πόλη, η παπαδιά μολογάει.
Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο.
Παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι (σκωπτικό-χιουμοριστική)
Πάρ' τ' αυγό και κούρευ' το.
Πάρ' τη σκούφια σου και βάρα με.
Παρ’τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου.
Πάσσαλος, πασσάλω εκκρούεται.
Για να απαλλαγής από μια δύσκολη κατάσταση, πρέπει να πάρεις δραστικά μέτρα.
Πάταξον μεν άκουσον δε.
Χτύπησέ με αλλά άκουσέ με. Περίφημη φραση που είπε ο Θεμιστοκλής στον Ευρυβιάδη στο κρίσιμο συμβούλιο πριν από τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα.
Πάτησε και ο Αύγουστος, η άκρη του χειμώνα.
Πενία τέχνας κατεργάζεται.
Περήφανος καλόγερος, άδεια τα σάκουλά του.
Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.
Πέρσι εκάηκε το φαί και φέτος βγηκ' η τσίκνα!
Πέρσι ψόφησε, φέτος βρόμησε.
Πες, πες το κοπέλι κάνει τη γριά και θέλει.
Πες το, πες το, το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει.
Πέσε σύκο να σε φάω.
Πετάγεται σαν τη πορδή.
Πέτρα που θέλει να κυλά, ποτέ δεν χορταριάζει.
Πέτρα που κυλά μούχλα ποτέ δε πιάνει.
Πέτρα που κατρακυλά, σπιτικό δεν κάνει.
Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.
Πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα.
Πιες μόνο νερό, να’χεις κεφάλι καθαρό.
Πιστόν γη, άπιστον θάλασσα.
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά και το γουρούνι τ' αρχίδια
Πίσω να πάει ντρέπεται, μπροστά να πάει φοβάται.
Πίττα που δεν τρως, τί σε μέλλει κι αν καεί;
Πλεύουν τα μήλα στο νερό πλεύουν και οι καβαλίνες.
Πνίγεσαι σε μια κουταλιά νερό.
Πολλά μουνιά τριγύρω μου, στον πούτσο μου κανένα.
Πολλοί οι νεκροί που κλαίγανε στ' αρρώστου το κεφάλι.
Πολλοί συγγενείς, λίγοι λίγοι.
Πότε έγινα φαντίνα; Όταν βρήκα τον καιρό;
Φαντίνα είναι η πρωτότοκη κόρη, η οποία είχε ιδιαίτερα προνόμια.
Πότε με τα καρύδια του, πότε με τον χαλβά του, ήφερε την καλογριά εις τα θελήματά του.
Ποτέ μη δώσεις στον φτωχό πόρτα και παραθύρι και πάπλωμα να σκεπαστεί, μη σηκωθεί και φύγει.
Πρόβατο που βελάζει χάνει την χαψιά του.
Πρώτα όβασον κι'επεκεί κακάντσον. (Ποντιακή)
Πυρ, γυνή και θάλασσα.
Πούλαγε ακριβά και ζύγιαζε σωστά.
Που δεν ακούει τσου φίλους του, ευκαριστάει τσ' οχτρούς του. (Κεφαλονίτικη)
Που έχει αδερφό καλόγερο, έχει ζευγάρια βόδια.
Που σου νεύκω που πάεις.
Που στύλλον, στύλλον άνεσιν.
Κύπριακή, σημαίνει «Καλά ως εδώ, βλέπουμε για αργότερα».
Πούτσες μπλε κι αρχίδια καπαμά. (υβριστική)
Πρώτη βοήθεια του θεού, δεύτερη του γειτόνου.
Πώς πάν' αράπη τα παιδιά σου, όσο πάνε και μαυρίζουνε.
Τι κάνουν κόρακα τα παιδιά σου; Όσο πάνε και μαυρίζουνε.
Πως παν' τα παιδιά σου κόρακα; Όσο παν' μαυρίζουν.
Ρ
Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει.
Ράβε ξήλωνε δουλειά να μη σου λείπει.
Ρε, γαμπρέ, η μύτη σου. Είν' από το χειμώνα.
Ρόδα είναι και γυρίζει.
Ρωμιών καυγάς, Τούρκων χαλβάς.
Ρώτα με, να σε ρωτώ, να περνούμε τον καιρό.
Ρωτώντας πας στην Πόλη.

Σ
Σ' αγαπώ κυρά μ’ να κλαν’ς, μα όχ’ κι αν το παρακάν’ς. (Κοζανίτικη)
Σ' άλογο ξένο αν ανεβείς, μεσοστρατίς πεζεύεις.
Σ' ένα καζάνι βράζουμε όλοι.
Σ' έναν δίνουν και δεν παίρνει, άλλον δέρνουν και δε φεύγει.
Σα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα νά’χει ο πεθερός.
Σακάκι πληρώνεις, σακάκι παίρνεις. Μανίκι πληρώνεις, μανίκι παίρνεις.
Σαν αστράφτει και βροντά, δέσε την βάρκα του ψαρά.
Σαν θέλει η μοίρα μυλωνάς γίνεται και δεσπότης.
Σαν σ' αρέσει η φάβα σπείρε και κάνα λαθούρι.
Σαν σαμαρωθεί ο κουμπάρος, δέκα τύφλες να 'χει ο χάρος (Κυθναίικη)
Σαρανταπέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση.
Σε καλού κουμπάρου σπίτι, όποιος κάθεται δε φεύγει.
Σε ξένο γάιδαρο καβάλα γρήγορα και κατέβα γρήγορα.
Σε ξένο κώλο εκατό ξυλιές.
Σε ξένο φαΐ αλάτι μη ρίχνεις.
Σε πήρα για τριαντάφυλλο, κι εσύ βγήκες τσουκνίδα.
Σε σκύλο κι αν εμπιστευτείς, σε Φράγκο μην πιστεύεις.
Σε τσίμπησε η μύγα τσετσέ; (Είσαι συγχισμένος/η, τσαντισμένος/η)
Σ' όσους δε δίνει ο Θεός παιδί, δίνει ο διάολος ανίψια.
Σηκωθήκαν τα ποδάρια να βαρέσουν το κεφάλι.
Σηκωθήκανε τ'αγγούρια να γαμήσουν το μανάβη.
Σήμερα κινήσαμε κι αύριο πόσες έχουμε.
Σιγά μην στάξει η ουρά του γαϊδάρου.
Σκατά μετά ριγάνεος.
Σκατό κι'εν, η γιαγιά μ' έχεσεν. (Ποντιακή)
Σκόρδα στα μάτια σου!
Σκύλο που γαβγίζει μη φοβάσαι.
Σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει.
Σόι πάει το βασίλειο.
Σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια.
Καποιανού του χαρίζαν γάιδαρο και τον κοίταγε στα δόντια.
Σπεύδε βραδέως.
Σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός.
Σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει.
Σπίτι χωρίς γυναίκα, εκκλησιά χωρίς παπά.
Στάλα τη στάλα το νερό, τρυπάει και το βουνό.
Στείλε στους γύφτους να βρεις προζύμι.
Στερνή μου γνώση να σ΄ είχα πρώτα.
Στεφάνωσε και μπλέτσωσε και βάφτισε και φεύγα.
Στη βράση κολλάει το σίδερο.
Στη γυναίκα σου και στ' άλογό σου μην απολάς ποτέ τα γκέμια.
Στη χώρα ο νόμος βασιλιάς και στο χωριό η συνήθεια.
Στην αναβροχιά καλό είν' και το χαλάζι.
Στην ξαδέρφη και στην θειά μπαίνει πάντα πιο βαθιά.
Στην χώρα των τυφλών, ο μονόφθαλμος είναι βασιλιάς.
Στη χώρα των τυφλών, βασιλεύει ο μονόφθαλμος.
Στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μες' στο σπίτι.
Στο αγελαδοκούρεμα. (=στις καλένδες)
Στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί.
Στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό.
Στο σκισμένο το σακί, θέλεις βάλε, θέλεις μη.
Στον άγγελό του νερό δεν δίνει!
Δεν δίνει του αγγέλου του νερό.
Στον ακάλεστο το γάμο ή διωγμένος ή δαρμένος.
Στον άρρωστο το γιατρικό, στον πονεμένο ο λόγος.
Στον καταραμένο τόπο (το) Μάη μήνα βρέχει.
Στον τρυγητή σιτάρι σπείρε και σε πανηγύρι σύρε.
Στου κουφού τη πόρτα όσο θέλεις βρόντα.
Σ' τσου είκοσι μυαλό, σ'τσου τριάντα βιο και σ' τσου σαράντα γυναίκα, ειδ' αλλιώς είτε μυαλό είτε βιος είτε γυναίκα. (Κεφαλονίτικη)
Στα είκοσι θα δουλέψεις, στα τριάντα θα κάμεις, στα σαράντα θα 'χεις. Δε δούλεψες, δεν έκαμες, δεν έχεις.
Συν Αθηνά και χείρα κίνει.
Συντροφικό γουρούνι ποτέ του δεν παχαίνει.
Σφάλμα γιατρού, πεννιά θεού.
Σφάξε με Πασά μ' να αγιάσω.
Σφάξε με, αγά μου, ν' αγιάσω.
Σφούγγισ' τη μύτη σου γαμπρέ.
-Είναι απ' το χειμώνα.
- Σ'ήξερα κι απ' το καλοκαίρι.
Σώπα συ να κρίνω γω, σήκω συ να κάτσω γω.
Στο φαϊ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάμει κρίση.
Τ
Τ' αγγειά γινήκαν θυμιατά και τα σκατά λιβάνι. Οι βλάχοι γίναν δήμαρχοι κι οι γύφτοι καπετάνιοι.
Τ' αργαστήρι θέλει κουτσό νοικοκύρη.
Τ' άλογο το πληγωμένο όταν δει τη σέλλα τρέμει.
Τα βόδια τα δένουν απ' τα κέρατα, τον άνθρωπο απ' το λόγο του.
Τα γενόμενα ουκ απογίγνονται.
Τα γέλια θα σου βγουν ξινά.
Τα δικά σου αμπέλια φράζε και τα ξένα μη γυρεύεις.
Τα είπε χαρτί και καλαμάρι.
Τα εν οίκω μη εν δήμω.
Τα ζώα μου αργά.
Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου.
Τα καλά του Γιάννη θέλουν, μα τον Γιάννη δεν τον θέλουν.
Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι.
Τα μαλώματα οι γύφτοι τα 'χουν για πανηγύρια.
Τα μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται.
Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους κώλους.
Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος.
Τα παθήματα των πρώτων, γεφύρι των δεύτερων.
Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια.
Τα πολλά πνίγουν τον άντρα και τα λίγα τη γυναίκα.
Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά.
Τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες.
Τα στερνά τιμούν τα πρώτα.
Τα στραβά μας παραθύρια τα χρυσά φλουριά τα 'σιάζουν.
Τα φαινόμενα απατούν.
Τείνω ευήκοον ους.
Ακούω με ευνοϊκή διάθεση.
Τέρμα τα δίφραγκα.
Τέλειωσαν τα ψέματα.
Τετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόβεις και Κυριακή να μη λουστείς, αν θέλεις να προκόβεις.
Την προδοσία πολλοί αγάπησαν, το προδότη κανείς.
Της γυναίκας ο καημός: λούσα, πούτσα και χορός.
Της καλομάνας το παιδί, το πρώτο νά 'ναι κόρη.
Της καλομοίρας το παιδί, στους πέντε μήνες κάθεται, στους έξι καλοκάθεται, και στους εφτά και στους οκτώ, τον τοίχο-τοίχο πάει.
Της κακιάς ψωλής, της φταίνε οι τρίχες.
Της στραβής ψωλής, το μαλλί της φταίει.
Της νύχτας τα καμώματα, τα βλέπει η μέρα και γελά.
Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες.
Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;
Τι δε σε νοιάζει μη ρωτάς, ποτέ κακό δεν έχεις.
Τι έχεις Γιάννη; Τι είχα πάντα!
Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω!
Τι κι αν σε δέρνουν δεκατρείς, αν δε σε δέρνει ο νους σου.
Τι μικρός διάολος, τι μεγάλος διάολος. Κι οι δυο διαόλοι είναι.
Τι μπρόκολα τι λάχανα.
Τί 'ναι ο κάβουρας τι 'ν' το ζουμί του.
Τι να πεθάνεις χωροφύλακας, τι να πεθάνεις 'νωματάρχης.
Τι του λείπει του ψωριάρη; Σκούφια με μαργαριτάρι.
Τι Σαββάτο βράδυ, τι Κυριακή πρωί.
Τι χοντρό κεφάλι που 'χεις. Με στενεύει η σκούφια σου.
Το αγκάθι από μικρό αγκυλώνει.
Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη.
Το άδικον ουκ ευλογείται.
Το άδικο δεν βλογιέται.
Το αίμα νερό δε γίνεται.
Το βουβάλι κι αν ξεπέσει πάλι αξίζει ένα βόιδι.
Το βούρκο σαν πετροβολάς, πηδάει και σε λερώνει.
Το γαρούφαλο είναι μαύρο μα πουλιέται με το δράμι.
Το γινάτι βγάζει μάτι.
Το γοργό και χάριν έχει.
Το γύφτο κάναν βασιλιά κι' αυτός γύρευε ρείκια.
Το γυαλί κι η τύχη εύκολα τσακίζονται.
Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού.
Το ένα γαιδούρι θέλει ενάμισι.
Το έξυπνο πουλί από την μύτη πιάνεται.
Το καλό πράγμα αργεί να γίνει.
Το καλό το αρνί, από δυο μάνες γεννιέται.
Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι.
Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν.
Το Μάρτη ξύλα φύλαε μεν κάψεις τα απλούτζια.
Το Μάρτη ξύλα φύλαγε μην κάψεις τα παλούκια.
Το μεγάλο το καράβι θέλει και βαθιά νερά.
Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό.
Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής.
Το μήλο κάτω απ' την μηλιά θα πέσει.
Το μουνί και το χταπόδι, οσο το χτυπάς απλώνει
Το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει.
Το μουνί σέρνει καράβι.
Σαν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει.
Το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυό το πρόσωπο.
Το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο μουντζώνουνε.
Το Νοέμβρη και Δεκέμβρη φύτευε καταβολάδες.
Το πάθημα να σου γίνει μάθημα.
Το σκυλί, όπου τρώει, εκεί και γαβγίζει.
Τον ακάλεστο στο γάμο, από κάτω από τον πάγκο.
Τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς.
Τον γάιδαρο, όσο και να τον στολίσεις, άλογο δεν γίνεται.
Τον καβαλλάρη μην τον λυπάσαι που κρέμονται τα ποδάρια του.
Τον κώλο βάζεις μάγειρα, σκατά σου μαγειρεύει.
Τον σκύλο κάνε σύντεχνο και το ραβδί σου βάστα.
Τον Τούρκο φίλευε και τη γυναίκα σου φύλαγε.
Τον τσίμπησε η μύγα τσε-τσε. (Είναι συγχισμένος/τσαντισμένος)
Το δικό μου το καρφί το βλέπεις, το δικό σου το παλούκι δεν το βλέπεις;
Το καινούργιο σπίτι, τον πρώτο χρόνο τ' οχτρού σου, τον δεύτερο του δικού σου και τον τρίτο του λόγου σου. (Κεφαλονίτικη)
Το καλό αρνί δυο μάνες βυζαίνει. (Βυζαντινή παροιμία)
Το μη χείρον βέλτιστον.
Το μουρλό και τον φτωχό ξένες έννοιες τον τρώνε.
Το ντέφι κι' η Αποκριά είναι του πούστη η χαρά.
Το ξένο είναι πιο γλυκό.
Το ξέρει ο Αχμέτ, ο Μεχμέτ, και ο κόσμος όλος.
Το ξύλο βγηκε από τον παράδεισο.
Το παιδί σου πάντρεψες; Γείτονα το 'καμες. Κι όχι καλογείτονα, αλλά κακογείτονα.
Το πολύ το κυρ' ελέησον το βαριέται κι ο παπάς.
Το πολύ το κυρ' ελέησον, το βαριέται κι ο Θεός.
Το σίδερο, όσο είναι ζεστό το χτυπούν.
Το σίδερο στη βράση κολλάει.
Στη βράση κολλάει το σίδερο.
Το σκοινί το μαλακό, τρώει την πέτρα την ξερή.
Το στανιό και τη βία ο θεός τα 'δωσε.
Το στόμα σου γάλα μυρίζει ακόμα.
Το φτηνό είν' κι ακριβό.
Το φτηνό το κρέας το τρών' οι σκύλοι.
Το φτωχό και το χωριάτη, ξένοι πόνοι τον γερνάνε.
Το χωριό καιγότανε κι η νύφη στολιζότανε.
Ο κόσμος καίγεται κι οι πουτάνες λούζονται.
Το ψάρι βρωμάει απ΄ το κεφάλι.
Το ψέμα είναι το αλάτι της αλήθειας.
Το ψηλό δέντρο το χτυπούν οι κεραυνοί.
Του ακαμάτη το μεροκάματο είναι ακριβό.
Του Απρίλη η βροχή κάθε στάλα και φλουρί.
Του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει.
Του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο να 'ναι μέρα.
Του έταξε λαγούς με πετραχήλια.
Του κουτσοδόντη παξιμάδι του τυχαίνει.
Του Μάρτη ο ήλιος βάφει και πέντε μήνες δεν ξεβάφει.
Του παπά η κοιλιά είν' αμπάρι κι όπου πάει θε να πάρει.
Του τρυγητή, του αμπελουργού, πάνε χαλάλι οι κόποι.
Του φτωχού η κοιλία όταν γομούτε η ψωλίατ' σκούτε. (Ποντιακή)
Του χοίρου το μαλλί δε γίνεται μετάξι.
Τραβάτε με κι ας κλαίω.
Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν.
Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξυδο.
Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, τρεις και το λαδόξυδο.
Τρελός ράφτης, μακριά κλωστή.
Τρεχάτε ποδαράκια μου, να μη σας χέσει ο κώλος.
Τροχός τ' ανθρώπινα.
Τρώγοντας έρχεται η όρεξη.
Τσάμπα ξύδι, γλυκό σα μέλι.
Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
Τώρα που βρήκαμε παπά άς θάψουμε πέντ' έξι.
Τώρα που ζω, θέλω να γδω τα πιθυμάω κι ορίζω, κι άμα, σα φύγω να με κλαίς, χάρη δε στο γνωρίζω.
Τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα!
Φ
Φάε λάδι κι έλα βράδυ.
Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι.
Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο.
Φέρ' το ψωμί να φάμε και ας τους άλλους να πεινάνε.
Φησίν σιωπών.
Φίδι φύλα το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι.
Φίλε μου στην ανάγκη μου κι οχτρέ μου στη χαρά μου.
Φίλοι μου στην ανάγκη μου, κι εχθροί μου στη χαρά μου.
Φλεβάρης κουτσοφλέβαρος, και του τσαπιού ο μήνας.
Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη.
Φοβέρισε τον κώλο σου μη χέσει τα κλιτσιά σου.
Φρου φρου και τ' αμπέλι ξέφραγο.
Φτηνός στο λάδι, ακριβός στο ξύδι.
Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά.
Φωνάζει ο κλέφτης να φοβηθεί ο νοικοκύρης.

Ψαρεύει σε θολά νερά.
(Ψάχνουμε) ψύλλους στ'άχυρα.
Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα σου γείρει ο κλώνος και θα σου φύγει το πουλί και θα σου μείνει ο πόνος.
Ψωμί δεν είχαμε,τυρί μας ήρθε.
Ψωμί δεν έχουμε, τυρί γυρεύουμε.
Ψωμί, τυρί δεν είχαμε, χοντρή ψωλή γυρεύαμε.

ΠΗΓΗ...http://www.kerkinitoday.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Η λίστα ιστολογίων μου

Σελίδες

Protected by Copyscape Plagiarism Checker