Myspace Falling Objects

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ


Ο Ερωτας και η Ψυχη είναι ένα μυθολογικό ζευγάρι, που βασανίστηκαν πολύ μέχρι να μπορέσουν να χαρούν την αγάπη τους ανεμπόδιστα. Αυτός είναι ο μύθος του Ερωτα και της Ψυχής όπως τον αναφέρει ο Απουλήιος, Ρωμαίος συγγραφέας του 2ου μ.Χ. αιώνα.


Ερωτας και Ψυχη

Αν και ο Θεός Ερως στην αρχαιότητα ήταν υπεύθυνος για τα πάθη πολλών θνητών και μη, τελικά και ο ίδιος δεν γλίτωσε από τα βέλη του. Ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα την Ψυχή, μια θνητή που είχε τη φήμη μιας πανέμορφης γυναίκας. Ο μύθος του Ερωτα και της Ψυχής είναι όμορφος και αποδεικνύει τη δύναμη της αγάπης και του έρωτα στις ζωές όλων.

Η Ψυχή ήταν μια θνητή, κόρη μιας πολύ συνηθισμένης οικογένειας με τρία παιδιά. Ανθρωποι από όλα τα μέρη έρχονταν να επισκεφτούν την Ψυχή και να θαυμάσουν την ομορφιά της, τιμώντας την περισσότερο από τη Θεά Αφροδίτη.

Η Αφροδίτη όταν αντιλήφθηκε τι ακριβώς συνέβαινε, αποφάσισε να ζητήσει την παρέμβαση του γιου της Ερωτα, ο οποίος ανέλαβε να δηλητηριάσει τις ψυχές των ανδρών ώστε να μην επιθυμούν την Ψυχή. Ωστόσο, και ο ίδιος ερωτεύτηκε την Ψυχή, στρέφοντας κατά λάθος το βέλος του κατά του εαυτού του.

Τα χρόνια περνούσαν και οι γονείς της Ψυχής ήταν σαφώς προβληματισμένοι από την έλλειψη μνηστήρων, οπότε αποφάσισαν να στείλουν να πάρουν χρησμό, υποπτευόμενοι ότι κάποιος θεός έχει αναμειχθεί. Στους Δελφούς λοιπόν, ο Απόλλων, υπό την καθοδήγηση του θεού Ερωτα έδωσε χρησμό:

«Η Ψυχή δεν προορίζεται για γυναίκα κανενός θνητού. Ο άντρας της την περιμένει στην κορυφή ενός βουνού, και είναι ένα αποκρουστικό τέρας, που κανείς, ούτε θνητός ούτε αθάνατος, δεν μπορεί να του αντισταθεί». Αν και όλοι έπεσαν σε βαθιά θλίψη, αποφάσισαν να εκπληρώσουν το χρησμό ετοιμάζοντας λαμπρό γάμο με το “τέρας” του βουνού.

Ο γάμος έγινε αλλά η Ψυχή δεν μπορούσε να δει το σύζυγό της, ο οποίος εμφανιζόταν μόνο τα βράδια σε εκείνη και πάντα μέσα στο σκοτάδι. Ήταν ωστόσο τόσο τρυφερός και καλόκαρδος που η Ψυχή κατάλαβε ότι δεν μπορεί να είναι ένα αποκρουστικό τέρας, αλλά ο άντρας που επιθυμούσε σε όλη της τη ζωή.

Περνούσε υπέροχα μαζί του αλλά προβληματιζόταν γιατί δεν τον είχε δει ποτέ. Όταν κάποια στιγμή αποφάσισε να πάει στο πατρικό της, οι αδερφές της ζήλεψαν για την καλή της τύχη και την έπεισαν ότι για να μη θέλει να της φανερωθεί όχι μόνο θα είναι ένα τέρας, αλλά θα θέλει να τη σκοτώσει κιόλας. Ετσι λοιπόν της πρότειναν να τον σκοτώσει εκείνη πρώτη.



Η Ψυχή χάνει τον Ερωτα

Η Ψυχή με το λυχνάρι αντικρίζει το πρόσωπο του Ερωτα

Η Ψυχή γύρισε στο παλάτι, και ξάπλωσε με το μυστηριώδη σύζυγό της. Όταν εκείνος αποκοιμήθηκε, η ψυχή πήρε ένα λυχνάρι και ένα μαχαίρι και αποφάσισε να τον σκοτώσει. Εγειρε από πάνω του και καθώς φώτισε το πρόσωπο του με το λυχνάρι, είδε προς μεγάλη της έκπληξη τον πανέμορφο Θεό Ερωτα.

Η Ψυχή τα έχασε, το λυχνάρι έγειρε στο πλάι και καυτό λάδι χύθηκε πάνω στον Ερωτα. Ο Ερωτας ξύπνησε από τον πόνο και πέταξε μακριά, λέγοντας της πως η καχυποψία της σκότωσε την αγάπη τους και ότι δεν θα μπορούσαν να είναι μαζί πια, αφού αυτή – μια θνητή – είδε το πρόσωπο ενός αθάνατου.

Μετανιωμένη η Ψυχή άρχισε να αναζητά τον Ερωτα παντού, χωρίς αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή μετά από πολλή περιπλάνηση έφτασε σε ναό της θεάς Δήμητρας, η οποία τη συμβούλεψε να παρακαλέσει την Αφροδίτη να την αφήσει να δει το γιο της.

Η Αφροδίτη είχε φυλακίσει τον Ερωτα μέχρι να ξεχάσει την Ψυχή και να επουλωθεί η πληγή από το καυτό λάδι. Ακουσε όμως από τις ικεσίες της Ψυχής και της απάντησε ότι για να δει τον αγαπημένο της, θα έπρεπε πρώτα να περάσει τρεις δοκιμασίες.

Οι δοκιμασίες ήταν δύσκολες, αλλά η Ψυχή κατόρθωσε να πραγματοποιήσει τις δυο πρώτες με επιτυχία. Ωστόσο η τελευταία δοκιμασία απαιτούσε να κατέβει στον Άδη και να φέρει το κουτί της Περσεφόνης στην Αφροδίτη. Το κουτί αυτό περιείχε το μαγικό ελιξήριο της ομορφιάς και η Ψυχή απαγορευόταν να το ανοίξει.

Η Ψυχή πήρε το κουτί αλλά δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να το ανοίξει για να πάρει λίγο φάρμακο ομορφιάς για τον εαυτό της. Ωστόσο στο κουτί η Περσεφόνη δεν είχε βάλει κανένα μαγικό φίλτρο που θα μπορούσε να την κάνει πιο όμορφη, αλλά τον Μορφέα, που την έριξε σε βαθύ ύπνο.

Ο Ερωτας σώζει την Ψυχή
Οταν ο Ερωτας έμαθε τι έπαθε η αγαπημένη του, δραπέτευσε από το παλάτι της Αφροδίτης, πέταξε στον Ολυμπο και παρακάλεσε τον Δία να σώσει την Ψυχή. Ο Δίας συγκινημένος από την αγάπη του θεού Ερωτα, την έκανε αθάνατη, επιτρέποντας στον Ερωτα να ενωθεί μαζί της για πάντα.

ΠΗΓΗ...http://www.lovepoint.gr

ΙΝΤΕΡΝΕΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ


Ιντερνέτικη ιστορία Αγάπης . . . (!)

Σχέση καμιά δεν είχε με το internet.....της άνοιξαν τα μάτια οι γιοι της κάποιο βράδυ δείχνοντας της ένα site γνωριμιών.....γέλασε το βρήκε ανόητο....μέρες μετά, ένα Σάββατο βραδύ από ανία αποφάσισε να ρίξει μια ματιά σαν επισκέπτρια, την επόμενη μπήκε στον πειρασμό να φτιάξει ένα προφίλ.
Η θυρίδα της γέμισε με mail.
Πριν ένα χρόνο ακριβώς σαν σήμερα τέτοια ώρα έλαβε ένα mail από κάποιον που δήλωνε ανύπαντρος 45αρης στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας μας μόλις επαναπατρισθείς από πολύχρονη παραμονή στο εξωτερικό ο οποίος έψαχνε να παντρευτεί.....
'Είναι δυνατόν" σκέφτηκε εκείνη "πιστεύει ο τύπος ότι υπάρχει γυναικά που θα τσιμπήσει με τον τρόπο αυτό?"



Αγνόησε το mail του, αγνόησε και τα επόμενα που έφθαναν καθημερινά.....
Εκείνος επέμενε ότι από όσα διάβασε στο προφίλ της θεωρούσε ότι ήταν αυτό που έψαχνε....
Κάποια μέρα που βαρέθηκε να διαγραφεί τα αναπάντητα mail του στη θυρίδα της του απάντησε.
Του είπε πως από περιέργεια είχε μπει στο site και πως δεν έψαχνε τίποτα και επιπλέον είχε περάσει ο καιρός που πίστευε στα παραμύθια, στο βασιλόπουλο που εμφανίζεται από το πουθενά και κάνει ευτυχισμένη την πριγκίπισσα.....και πως όσα βατραχάκια και αν είχε φιλήσει ίσα με τώρα κανένα δεν είχε μεταμορφωθεί σε βασιλόπουλο.

Από εκείνη τη στιγμή και μετά την ονόμασε "πριγκίπισσα" και τον εαυτό του "βατραχάκι"
Χειριζόταν άψογα την Ελληνική γλωσσά το "βατραχάκι" και συχνά χρησιμοποιούσε λέξεις ξεχασμένες που προσέδιδαν στα γραπτά του μια μαγεία, είχε ανεπτυγμένο πνεύμα και χιούμορ.
Αυτό και μονό την γοήτευε, την ξεκούραζε να τον διαβάζει.
Της έγραφε για τον εαυτό του για την ζωή του για τους τόπους που είχε ταξιδέψει και γνωρίσει.....

Εκείνη στην αρχή ήταν "μαγκωμένη" μπορεί να ήταν αλήθεια όλα αυτά που έλεγε αλλά μπορεί και να ήταν οτιδήποτε άλλο, ένα ήταν σίγουρο και αδιαμφισβήτητο, το πνεύμα του, η καλλιέργεια του, οι γνώσεις του, η μόρφωση του, και το ότι ήταν καρφωμένη με τις ώρες στον υπολογιστή να ρουφάει τα γραπτά του.
Εκείνη στην Αθήνα, εκείνος στην Θεσσαλονίκη Σε λίγους μήνες το βατραχάκι θα έφευγε με μετάθεση στο Παρίσι, και θα ζούσε το υπόλοιπο της ζώνης του εκεί, της έστειλε και φωτογραφίες με το σπίτι που αγόρασε εκεί και ποσό λαχταρούσε να πάει εκεί σύντομα όχι μονός αλλά με μια σύντροφο.
Η πριγκίπισσα το προσπερνούσε αυτό, έκανε ότι δεν το διάβαζε καν.
Έφτασε στιγμή που αντάλλαξαν τηλεφωνά.
Όταν άκουσε την φωνή του μαγεύτηκε.....το χρώμα της φωνής η ζεστασιά της η ιδιόμορφη προφορά του.....την συγκλόνισαν αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί.
Της τηλεφωνούσε καθημερινά κάθε μια ώρα περίπου και της έστελνε άπειρα sms.




Σιγά-σιγά ξανοίχτηκε και η πριγκίπισσα και του μίλησε για κείνη, την ζωή της τα όνειρα, τους φόβους, της ελπίδες, τα θέλω της, τις ιδιομορφίες του χαρακτήρα της.
Η "παρουσία" του έστω και έτσι είχε δώσει άλλο χρώμα και νόημα στη ζωή της. Η πριγκίπισσα συνειδητοποίησε ότι ήταν ερωτευμένη με κάποιον άγνωστο κάποιον που δεν είχε δει τη μορφή του αλλά και δεν ήξερε τίποτα για αυτόν.
"'Μπορεί να είμαι τόσο ανόητη μεγάλη γυναικά?" σκεφτόταν και προσπαθούσε να τον βγάλει απ το μυαλό της να πάψει να είναι ερωτευμένη με έναν "εικονικό" άνθρωπο.
Δεν το ομολογούσε ούτε στον εαυτό της ότι είναι ερωτευμένη, ήταν ανόητο παράλογο.....
Το βατραχάκι όμως της ομολόγησε ότι είναι ερωτευμένο μαζί της.....της ομολόγησε ότι έκανε όνειρα για μια κοινή ζωή μαζί της.
"Κυρά μου" την έλεγε πια και εξέπεμπε αυτή η λέξη, μια λατρεία και ένα σεβασμό που την άφηνε άφωνη.
Μπροστά της ξεδιπλωνόταν ένα παραμύθι που όμοιο του δεν είχε ούτε ονειρευτεί και την προκαλούσε....με κόπο κρατιόταν να μην βουτήξει σ αυτό και αν μην παραδοθεί στα νυχτιά του.

Τι ειρωνεία αλήθεια...Χρονιά τώρα παρακάλαγε με όλη τη δύναμη της ψυχής της να βρεθεί κάποιος στο δρόμο της που θα δώσει φωτιά στο φιτίλι της ψυχής της, και στον διάβολο θα πουλιόταν να ξαναερωτευτεί και να την ερωτευτεί κάποιος και τώρα της συνέβαινε με τον τρόπο αυτόν τον τόσο παράλογο.
Εκείνη μαζευόταν όλο και περισσότερο εκείνος ανοιγόταν.....
"Μα δεν με έχεις δει....Δεν είμαι όμορφη.....Δεν έχω ωραίο σώμα, έχω πάρει πολλά κιλά τελευταία.....Δεν θα σου αρέσω...Μην κανείς όνειρα λοιπόν"

«Για μένα είσαι η πιο όμορφη.....γνωρίζω την ψυχή σου αυτή η ομορφιά με νοιάζει...."έλεγε το βατραχάκι.....και "κλείσε τα ματιά τώρα και φαντάσου πως σε λίγους μήνες θα σε κρατώ απ' το χέρι και θα κάνουμε βόλτα στον Σηκουάνα....θα σε κρατάω αγκαλιά μπροστά στο τζάκι του σπιτιού μας θα...θα...θα..."
Ποσό ήθελε να βουτήξει στα νερά αυτού του ονείρου η πριγκίπισσα.....ποσό το είχε ανάγκη.....ποσό είχε ανάγκη μια αγκαλιά, κάποιον να την κρατάει απ το χέρι.....κάποιον να της λέει "Σ αγαπώ κυρά μου" ποσό είχε ανάγκη πια να νοιώσει πως είναι να κουρνιάζεις την νύχτα σε μια αγκαλιά και σ αυτήν να ξυπνάς το πρωί.
Αλλά ήταν ανόητο και παράλογο να πλάθει τέτοια όνειρα…
«Την Παρασκευή έρχομαι Αθήνα..το βραδύ θα βρεθούμε επιτελούς» της είπε μια Τέταρτη
Αιώνες της φανήκαν τα εικοσιτετράωρα, την Παρασκευή την κοπάνησε νωρίς απ την δουλειά, πήγε στο κομμωτήριο αγόρασε καινούργια ρούχα, πήγε σπίτι και χώθηκε στην μπανιέρα, ήθελε να γίνει όμορφη..και περίμενε το τηλεφώνημα του περίμενε, περίμενε...αλλά τίποτα..το κινητό του κλειστό και εκείνος άφαντος…
Πέρασε το βραδύ εκείνο περιμένοντας και η οργή της φούντωσε, οργή για τον εαυτό της, την ανοησία της.
Ολόκληρο το Σαββατοκύριακο πέρασε χωρίς να δώσει σημάδι ζώνης το βατραχάκι και το κινητό του κλειστό..
Δευτέρα την ξύπνησε ο ήχος ειδοποίησης για νέο sms....φούντωσε η οργή της όταν διάβασε «Καλημέρα κυρά μου» Τον κάλεσε και τον πέρασε από σαράντα κύματα.... «Σκέψου ότι ίσως κάτι μου συναινεί» της είπε...... «Και πεθαμένος να ήσουν είχες υποχρέωση να με ενημερώσεις να μην περιμένω. Τέλος μην με ξαναενοχλήσεις!»
Δεν της τηλεφωνούσε πια μονό κάθε μέρα της έστελνε ένα «σ αγαπώ αύρα μου» με mail.
Παραμονή πρωτοχρονιάς της τηλεφώνησε.....ήταν ψυχρή στην αρχή σαν ένα κομμάτι πάγος.
«Δεν σου πάει κυρά μου να είσαι έτσι.....κάποτε θα καταλάβεις γιατί σε έστησα....δεν μπορώ να σου πω τώρα σ’ αγαπώ όσο τίποτα άλλο αρκέσου σ αυτό τώρα....όταν έρθει η ώρα θα καταλάβεις»
Δεν καταλάβαινε όμως εκείνη.....δεν φανταζόταν τον πραγματικό λόγο....υποψιαζόταν μονό διαφορά.....Υποψιαζόταν ότι κάπου σε κάτι της είχε πει ψέματα και μια συνάντηση ίσως αποκάλυπτε το ψέμα του......μονό τον πραγματικό λόγο δεν υποψιαζόταν.
Ήταν ερωτευμένη όμως και μαλάκωσε του έδωσε μια ευκαιρία και η ιστορία συνεχίστηκε. Κάθε φορά της έδινε υπόσχεση ότι θα έρθει να την συναντήσει και κάθε φορά κάτι προέκυπτε και αναβαλλόταν.....Το πηρέ απόφαση πως ποτέ δεν θα τον έβλεπε από κοντά....κάποτε θα κατάφερνε να μην της είναι τόσο επιτακτικά απαραίτητη η επικοινωνία μαζί του κάποτε θα κουραζόταν και θα ξέφτιζε όλο τούτο.
Του ζήτησε μονό να πάψει να της λέει όλα εκείνα που ονειρευόταν ότι θα ζούσε μαζί της. Της έκανε το χατίρι καιρός πέρασε και το βατραχάκι έφυγε στο Παρίσι......

Τα τηλεφωνήματα καθημερινά και τα mail.
Πλησίαζε Πάσχα.....
«Θα έρθω στην πατρίδα για λίγες μέρες.....αυτή τη φορά σου δίνω το λόγω μου ότι θα συναντηθούμε.....Παρασκευή φτάνω Θεσσαλονίκη θα πάω κατ ευθείαν Τρίκαλα και την Τρίτη του Πάσχα θα είμαι κοντά σου κυρά μου»
Δεν τον πίστευε πια.....αλλά τον αγαπούσε και αυτή η αγάπη δεν την άφηνε να του κακιώσει.....ναι τον αγαπούσε.....μη σας φαίνεται περίεργο.....
«Δεν με νοιάζει πια» του έλεγε «Δεν θα σε δω ποτέ το ξέρω αλλά σ αγαπώ και θέλω μονό να είσαι καλά» Κάτι στην φωνή του την έκανε να φοβάται.....να ψυχανεμίζεται κάτι άσχημο....ένα τρέμουλο μια μελαγχολία που πριν δεν είχε η φωνή του....
Έφτασε Πέμπτη......
«Τι ώρα θα πας σπίτι σήμερα?» τη ρώτησε
«Δεν ξέρω.....» δεν του άρκεσε η απάντηση της επέμενε και αναρωτήθηκε γιατί τόση επιμονή.....δεν πηρέ απάντηση όσο και αν ρώτησε γιατί ρωτούσε εκείνος.....ξαφνικά το μεσημέρι ένοιωσε την ανάγκη να φύγει ραπ τη δουλειά.....ήθελε να περπατήσει κοντά στη θάλασσα.....μάζεψε τα χαρτιά της και τακτοποίησε το γραφείο της «Φεύγω θέλω να πάω στη θάλασσα» του έγραψε σε sms......

Βρήκε στο δρόμο......ποτέ δεν κοιτούσε γύρω της εκείνη την μέρα κάτι σαν μαγνήτης τράβηξε τη ματιά της μόλις βρήκε στο δρόμο.....το βόλεμα της έπεσε πάνω σε έναν κύριο που στεφόταν απέναντι από την είσοδο του εργοστασίου που δουλεύει.....ένας ψηλός λεπτός σαρανταπεντάρης......τράβηξε το βόλεμα και προχώρησε.......έφτασε στον Πειραιά χάζεψε στη μαρίνα......Κανά δυο φορές έκανε να μπει να αγοράσει ένα δώρο στο βατραχάκι αλλά.....σταμάτησε «Μην είσαι ανόητη ποτέ δεν θα έρθει» είπε στον εαυτό της.
Περπατούσε και στιγμές- στιγμές ένοιωθε ότι κάποιος ήταν διπλά της ένοιωθε τη ματιά τούτην ανάσα του.....γύρισε το κεφάλι....αλλά κόσμος πήγαινε και ερχόταν....
Έκατσε να πιει καφέ κοντά στη θάλασσα μονή όπως πάντα...Χάθηκε το βλεμμα της εκεί που ενώνονται ορίζοντας και θάλασσα για ώρες. Αυτή η αίσθηση όμως ότι κάποιος είναι κάπου παραδίπλα της ήταν έντονη αλλά κανέναν δεν έβλεπε τριγύρω.....Το ίδιο και το βραδύ στο σπίτι και την άλλη και την παραλή μέρα.....έναν αέρα ανθρώπου ένοιωθε...

Έφτασε Τρίτη του Πάσχα....
«θα έρθεις τελικά?» τον ρώτησε...... «Ηρθα είδα και φεύγω....» της είπε..... Το ήξερε ότι δεν θα ερχόταν αλλά μια μικρή ελπίδα πάντα τρεμόσβηνε μέσα της.....η απάντηση που του έδωσε ήταν......πικρή.....
«Αυτό το Ταμπελάκι με το νούμερο 34 της οδού Α....... πρέπει κάποιος να το φτιάξει.....είναι κριμένο και δεν φαίνεται καλά»
Έμεινε άφωνη...Μια λεπτομέρεια που μονό κάποιος που θα έψαχνε το σπίτι της μπορούσε να την προσέξει........Τρελάθηκε....... «Είσαι άδικος!» του φώναξε « Εσύ με ειδές αλλά μου στέρησες την ευκαιρία να σε δω και εγώ για μια και μονή φορά! Είσαι άδικος!»
Δεν τόλμησε να του πει ότι την είδε δεν του άρεσε... ήταν σίγουρη ότι δεν του άρεσε και έφυγε χωρίς να της μιλήσει.
«Ησύχασε κυρά μου, την Κυριακή θα είμαι κοντά σου...
Είμαι κοντά σου κάθε στιγμή»
«Δεν θα σε δω, ποτέ δεν θα σε δω....θα αγαπώ πάντα κάποιον που δεν θα ξέρω την μορφή του» είπε και πνίγηκε στο κλάμα.
Ξημέρωσε Κυριακή......μόλις η πρώτη αχτίδα του ηλίου γλίστρησε στο δωμάτιο εκείνη σηκώθηκε.....φόρεσε μια ρόμπα πάνω απ το νυχτικό της έφτιαξε καφέ και βρήκε στο μπαλκόνι.....το στόμα της πικρό απ τα τσιγάρα και τα ματιά πρησμένα απ το κλάμα.....κάθε που έφερνε όλη την ιστορία στο μυαλό της τα ματιά της έτρεχαν.....κοιτούσε στο κενό.....μέσα στα δακρυσμένα ματιά της μια σκιά η σκιά ενός άντρα διαγράφτηκε......στεφόταν απέναντι και της χαμογελούσε.....σκούπισε τα ματιά να δει καλυτέρα......κάτι της θύμιζε η φιγούρα του αλλά τι....?
Ναι...ήταν εκείνος έξω από την πόρτα του εργοστασίου, εκείνος ήταν που στεφόταν διπλά της σε μια μαρίνα στον Πειραιά, αυτός ο ίδιος στάθηκε διπλά της και άναψε κερί στην εκκλησιά την Παρασκευή όταν άναβε και εκείνη.......ήταν Εκείνος!
Κατέβηκε τις σκάλες σαν τρελή και έπεσε στην αγκαλιά του!
Εκείνη την μέρα ήταν δικός της για μια και μοναδική μέρα......ανεβήκαν σπίτι.....τον κοιτούσε, δεν έπαιρνε τα ματιά της από το πρόσωπο του για να το χαράξει στην μνήμη της... Ήξερε ότι δεν θα τον ξανάβλεπε δεν ήξερε το γιατί όμως.
Έκαναν έρωτα. Ποτέ δεν είχε κάνει έτσι ερωτά ξανά. Ποτέ κανένας άντρας δεν την είχε κάνει δική του με τέτοια λατρεία και τέτοιο σεβασμό. Έφτασε η ώρα να χωριστούν.....
«Αύριο πάλι κυρά μου » της είπε
«Αύριο πάλι αγαπημένε μου» του είπε και εκείνη και ας ήξερε πώρε δεν υπήρχε αύριο....
«Να μην ξεχάσεις ποτέ ότι είσαι η κυρά μου και Σ αγαπώ»
Χάθηκε......αφήνοντας της την ανάμνηση του......
Στιγμή δεν έπαψε να τον σκέφτεται.......μάταια τον αναζήτησε ......το κινητό του κλειστό και το τηλέφωνο στο σπίτι στο Παρίσι δεν απαντούσε ποτέ.

Ήταν όλα όσα της είχε πει......Αλλά υπήρχε κάτι που δεν ήξερε και δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό. Το ένστικτο της έλεγε ότι την αγαπούσε έτσι όπως της έλεγε απ τον πρώτο καιρό της επικοινωνίας τους.
Σήμερα το πρωί κάποιος χτύπησε την πόρτα του γραφείου της. «Η κυρία Κ.........?» τη ρώτησε, «Αυτόν τον φάκελο σας τον στέλνει το......βατραχάκι» είπε Τινάχτηκε απ' την καρεκλά και άρπαξε τον φάκελο, τον έσκισε και άρχισε να διαβάζει.

«Κυρά μου σ αγαπώ, συγχώρησε με που δεν κατάφερα να μείνω κοντά σου όσο και αν το ήθελα.
Μην πονέσεις κυρά μου, δεν θέλω να πονάς, πάλεψα να τα καταφέρω μα....νικήθηκα.
Από κει που είμαι τώρα θα είμαι πάντα διπλά σου.

Εκείνη τη φορά που σε έστησα έμαθα πως έχω μονό λίγο καιρό ζωή, την ώρα που βρήκα νόημα στη ζωή μου εκείνη αποφάσιζε να μου γυρίσει την πλάτη.
Αυτός ήταν ο λόγος που κάθε φορά ερχόμουν αλλά δεν ερχόμουν, δεν ήθελα να πονέσεις, να καταλάβεις, να σου πω την αλήθεια.....Σκέφτηκα πολύ αν έπρεπε να μάθεις, αλλά αν δεν μάθαινες τελικά θα έμενες με την πικρά ότι δεν σ αγάπησα και ήμουν ψεύτης.
Σ αγαπώ και ευχαριστώ τη ζωή που πριν μου γυρίσει την πλάτη μου έκανε δώρο την ύπαρξη σου. Έστω και για τόσο λίγο.
Να προσεχείς τον εαυτό σου κυρά μου και να χαμογελάς, να είσαι δυνατή.
Σ αγαπώ.»

Σωριάστηκε στην καρεκλά, ο πόνος ήταν βουβός τα δάκρυα πέτρωσαν στις άκρες των ματιών της.
«ΓΙΑΤΙ ΘΕΕ?» ούρλιαζε
«ΓΙΑΤΙ ΤΟΝ ΠΗΡΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝ? ΓΙΑΤΙ?»
Μέσα σε δέκα χρονιά ήταν ο δεύτερος άντρας που αγάπησε και την αγάπησε και τους πηρέ ο θεός σε ταξίδι δίχως γυρισμό.

«Καλό ταξίδι μοναδικό και αγαπημένο βατραχάκι μου στων αγγέλων τα φτερά.»

ΠΗΓΗ...http://www.lovepoint.gr

ΑΓΝΩΣΤΟ ΤΕΛΟΣ


Την δικιά μου ιστορία..πιο εύκολα θα μπορούσε να την αποκαλέσει κανείς ιστορία επιστημονικής φαντασίας παρά μία απλή ιστορία αγάπης. Σε όσα άτομα την έχω διηγηθεί με έχου περάσει για σεναριογράφο!! Και μάλιστα για πετυχημένο σεναριογράφο!! Μόνο οι δικοί μου άνθρωποι που το έζησαν από κοντά, ξέρουν πως τίποτα από όλα αυτά δεν είναι ψέματα..ούτε υπερβολές!!

Ήταν ο Σεπτέμβρης του 2004...! Μόλις είχα κλείσει τα 16! Με μία από τις κολλητές μου αποφασίσαμε να πάμε ολιγοήμερες διακοπές μαζί με τους γονείς της, σε ένα νησί του Αιγαίου, τη Σύρο!! Φτάσαμε ξημερώματα Πέμπτης. Εκεί μας φιλοξένησε ένας συγγενής της κολλητής μου. Την επόμενη ημέρα αφού είχαμε κοιμηθεί καλά και ξεκουραστήκαμε αρκετά, φάγαμε κάτι, για να πάρουμε δυνάμεις και να κάνουμε την πρώτη μας εμφάνιση στους δρόμους του νησιού.
Γυρνώντας από την όμορφη βόλτα μας, σε ένα από τα πολλά υπέροχα σοκάκια, συναντήσαμε δύο παιδιά που καθόταν σε ένα σκαλοπατάκι και περνώντας από μπροστά τους, μας φλέρταραν αλλά εγώ δεν έδωσα καμία σημασία σε αντίθεση με τη φίλη μου που δε σταμάτησε να τους ανταποδίδει το φλερτ, χαμογελώντας τους! Εμείς συνεχίσαμε να προχωράμε και μετά από λίγο φτάσαμε σπίτι.

Ήρθε το βραδάκι και εμείς φορέσαμε τα καλά μας και στολιστήκαμε σαν σωστές κυρίες. Έπρεπε φυσικά να δείχνουμε πολύ ωραίες, καθώς ήταν η πρώτη μας βραδινή έξοδος σε ένα νησί στο οποίο είμασταν μόνες μας στην ουσία, αφού οι γονείς της κολλητής μου δεν μας ακολουθούσαν ποτέ στις εξορμήσεις μας. Πήγαμε λοιπόν για ποτάκι και περάσαμε πολύ όμορφα. Στον γυρισμό αποφασίσαμε να καθίσουμε για λίγο στα σκαλιά του δημαρχείου. Μαζί μας ήταν μία ξαδέρφη της κολλητής μου και ένας φίλος της και είχαμε πιάσει κουβεντούλα. Η συζήτηση διακόπηκε απότομα, καθώς μας τράβηξε την προσοχή ένα παιδί με μαύρη μπλούζα και άσπρο παντελόνι που ανέβαινε τα σκαλιά του δημαρχείου. Κατευθυνόταν προς τα αριστερά μας, που υπήρχε μία άλλη παρέα! Αμέσως ρωτήσαμε τον νεαρό που ήταν μαζί μας αν τον ήξερε. Εκείνος μας απάντησε πως δεν τον έχει ξαναδεί και πως μάλλον δεν πρέπει να ήταν ντόπιος. Μετά από λίγο γυρίσαμε σπίτι και κοιμηθήκαμε.

Το επόμενο πρωί μας σήκωσε η μητέρα της κολλητής μου, κακήν κακώς, να πάμε λέει σε μία καθολική εκκλησία που ήταν πολύ όμορφα και είχε και απίστευτη θέα. Σηκωθήκαμε τελικά με χίλια ζόρια, για να της κάνουμε το χατίρι, μιας και δεν είχαμε πάει ούτε μία βόλτα μαζί της. Ύστερα από πολύωρο περπάτημα είδαμε την εκκλησία πάνω στο βουνό να αχνοφαίνεται! Τα σκαλιά όμως...δεν είχαν τελειωμό!! Σχεδόν φτάνοντας, επιτέλους, στην κορυφή του βουνού συναντήσαμε δύο νεαρούς καθισμένους στα σκαλιά έτοιμους να καταρρεύσουν. Αφού περάσαμε από δίπλα τους, σηκώθηκαν λέγοντας άντε υπομονή!!φτάνουμε!! . Η μητέρα της κολλητής μου όμως, δεν άντεχε να προχωρήσει και κάθισε σε ένα παγκάκι και μας είπε να συνεχίσουμε και θα ερχόταν σε λίγο και η ίδια. Έτσι, φτάσαμε πρώτες, εγώ με την κολλητή μου στην εκκλησία και ύστερα από λίγο μπήκαν και τα δύο παιδιά που είχαμε συναντήσει. Μας ζήτησαν να τους πάρουμε φωτογραφία και εμείς προθυμοποιηθήκαμε αμέσως. Έπειτα βγήκαμε έξω. Σε ένα λεπτό ήρθαν και τα δύο αγόρια. Τότε μας πλησίασαν και μας ρωτούσαν αν είμασταν από εκεί και αν ξέρουμε ωραία μέρη να τους προτείνουμε. Εμείς τους είπαμε πως δεν είμασταν από εκεί και ότι δεν γνωρίζαμε και πολλά μαγαζιά. Πιάσαμε λοιπόν τη συζήτηση και ανταλλάξαμε τηλέφωνα για να βρεθούμε το μεσημεράκι, κατά τις τρεις, γιατί το ίδιο βράδυ θα έφευγαν, θα γυρνούσαν στην Αθήνα όπου έμεναν.

Τρείς και πέντε λοιπόν, βρισκόμασταν έξω από το σχολείο που είχαμε δώσει ραντεβού. Πήγαμε σε ένα μέρος που είχε θέα τη θάλασσα και ήταν πολύ ρομαντικά! Εκεί αρχίσαμε να συζητάμε γενικά για την ζωή μας. Του είπα πως καταγόμουν από την Κρήτη και εκείνη την χρονιά θα έμπαινα στο λύκειο. Έπειτα έμαθα πως εκείνος ήταν 18 ετών και φοιτούσε στην Αθήνα, ενώ δεν άργησε να έρθει και το πρώτο μας φιλί!!! Από τότε δε σταμάτησε ούτε στιγμή να με βγάζει φωτογραφίες. Όμως η ώρα είχε ήδη περάσει και έπρεπε να φύγουμε για να πάνε τα παιδιά στο καράβι, που απέπλεε επτά η ώρα. Έτσι λοιπόν..τόσο απλά αποχωριστήκαμε!!

Επτά και μισή, το τηλέφωνο μου χτύπησε και ήταν αυτός!! Το καράβι τους είχε καθυστέρηση, λόγω κακοκαιρίας και έτσι δεν χάσαμε ούτε λεπτό και τρέξαμε να τους ξανασυναντήσουμε!! Βρεθήκαμε λοιπόν σε κάτι σοκάκια! Αυτό ήταν!!! Το νιώσαμε κατ ευθείαν!! Αυτό που ζούσαμε...αυτό που νιώθαμε... εγώ και αυτός, δεν το είχαμε αισθανθεί ποτέ άλλοτε μέχρι τότε!!! Ήταν ένα πραγματικά έντονο και πρωτόγνωρο συναίσθημα!!! Δε σταματήσαμε να φιλιόμαστε και η αγκαλιά του έμοιαζε τόσο τρυφερή τόσο ασφαλή!!! Η ώρα όμως πέρασε και πάλι πολύ γρήγορα!! Όμως αυτή τη φορά δεν ήθελα να φύγει...δεν ήθελα να τον αποχωριστώ!!!! Όμως δεν γινόταν διαφορετικά. Αποχαιρετιστήκαμε στην πλατεία του δημαρχείου. Εκείνος πήγε από τη μία πλευρά και εγώ από την άλλη. Ξαφνικά γυρίσαμε και τα βλέμματά μας συναντήθηκαν και πάλι! Τότε τρέξαμε ο ένας προς τον άλλον...με σήκωσε στον αέρα και με φιλούσε....(όπως στις ασπρόμαυρες ταινίες, που μέχρι τότε έβλεπα και χλεύαζα!!) Δεν άντεξα άλλο να συγκρατώ τα δάκρυά μου και τότε ξέσπασα σε λυγμούς. Τότε αντίκρισα το βλέμμα του και είδα πως και τα δικά του μάτια ήταν βουρκωμένα . Τότε άκουσα την φωνή του να μου λέει: Σου το ορκίζομαι, θα σε ξαναδώ... και έφυγε!!
Τα παιδιά που συναντήσαμε στο σοκάκι την πρώτη μέρα και έπειτα το βράδυ στο δημαρχείο, ήταν τα ίδια παιδιά που συναντήσαμε και στην εκκλησία. Συναντηθήκαμε τρεις φορές τυχαία σε αυτό το νησί...ή όχι και τόσο τυχαία!!


Από τότε μιλούσαμε στο τηλέφωνο και στην ουσία είμασταν μαζί! Ήρθε και τα Χριστούγεννα στην Κρήτη, μετά δηλαδή από τρεις μήνες, μόνο και μόνο για εμένα, για να με δει!! Περάσαμε 4 υπέροχες ημέρες!!!(δεν κάναμε όμως τίποτα πονηρό, πράγμα που δεν πίστευε κανείς). Στο καράβι όταν έφευγε, το αποκορύφωμα ήταν πως του έδωσα μία σοκολάτα lacta και του είπα να περιμένει και πως ίσως του χρόνου να την απολαύσουμε μαζί. Τότε του ορκίστηκα πως θα έκανα τα πάντα για να περάσω στην Αθήνα..αλλά δυστυχώς δεν τα κατάφερα! Γνωρίζαμε και οι δύο, πως θα ήταν πολύ δύσκολο να κρατήσουμε αυτό που τόσο θέλαμε, λόγω της απόστασης! Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, στην αρχή όλα ήταν όπως και πριν. Καθώς όμως περνούσαν οι μήνες, εκείνος όλο και απομακρυνόταν...μέχρι που έχασα κάθε επαφή μαζί του!! Τότε σκέφτηκα πως ο μόνος τρόπος να μάθω αν είναι καλά ήταν να επικοινωνήσω με τους φίλους του!! Εκείνοι στάθηκαν δίπλα μου σαν δικοί μου φίλοι... Μου έλεγαν να μην ανησυχώ και πως είναι καλά και πώς ότι και αν χρειαστώ αυτοί θα ήταν δίπλα μου!! Όπως και έγινε!! Συχνά μιλούσα μαζί τους και μου έλεγαν νέα του!! Όμως, επειδή μου έλεγαν πως γινόταν χάλια κάθε φορά που ρωτούσα για εκείνον, τους παρακάλεσα να μην τον ενημερώνουν όταν επικοινωνώ μαζί τους! Μετά από καιρό με ξαναπήρε ο ίδιος και μου είπε τον λόγο που με απέφευγε!! Προσπαθούσε να με ξεπεράσει γιατί δεν άντεχε αυτόν τον πόνο, αλλά δεν τα κατάφερνε!! Δε μπορούσε να με ξεχάσει..δε μπορούσε να με σβήσει από τη μνήμη του!! Από τότε, εγώ προσευχόμουν να βρει μία καλή κοπέλα να τον ηρεμήσει και να τον κάνει να είναι καλά. Δεν ήθελα να στεναχωριέται και πόσο μάλλον η αιτία να είμαι εγώ!!! Γιατί όταν είσαι ερωτευμένη με κάποιον, θέλεις αυτός να είναι καλά μαζί σου...όταν όμως αγαπάς κάποιον, θέλεις να είναι καλά ακόμη και σε ξένη αγκαλιά!!!!!



Από τότε μιλούσαμε αραιά και που στο τηλέφωνο. Η προσευχή μου είχε εισακουστεί!! Χαιρόμουν πολύ για την καινούρια του σχέση γιατί οι φίλοι του μου έλεγαν πως όσο σκεφτόταν εμένα είχε πέσει σχεδόν σε κατάθλιψη, αφού ποτέ δεν είχε κλάψει για γυναίκα και τους φαινόταν τόσο παράλογο και περίεργο που είχε φτάσει σε σημείο που το μόνο που έκανε ήταν να πίνει, να ακούει μουσική και να κλαίει.
Έπειτα από δύο χρόνια περίπου, κατάφερα να πάω Αθήνα και φυσικά τον συνάντησα!! Τον είδα για λίγες ώρες ένα βράδυ που πήγαμε για ποτό και το επόμενο πρωί που πήγαμε για καφέ. Μου είπε πως παρόλο που δεν μιλάμε καθημερινά με σκέφτεται συνέχεια και δε με έχει ξεχάσει!! Το ήξερα..το ένιωθα πως τίποτα από όσα μου έλεγε δεν ήταν ψέματα γιατί το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και σε εμένα!!
Μετά από αυτή τη συνάντηση, συνεχίσαμε να κρατάμε κάποια επαφή μέσω του τηλεφώνου. Το καλοκαίρι αυτό του 2009, με πήρε τηλέφωνο και μου αποκάλυψε πως βρισκόταν στην Κρήτη και πως αν δεν υπήρχε πρόβλημα και αν ήθελα, να τον συναντούσα!! Φοβόμουν!! Δεν ήξερα αν έπρεπε να τον συναντήσω!! Ήθελα!! Ήθελα πολύ!! Αλλά καθώς έχω αρκετό καιρό σχέση με ένα παιδί, δεν ήξερα αν αυτό θα ήταν ό,τι καλύτερο για εμένα και για τη σχέση μου!! Τελικά βρεθήκαμε!! Τον είδα και πάλι ύστερα από δυόμισι χρόνια!! Τίποτα δεν είχε αλλάξει στα συναισθήματα μας!! Θέλαμε ο ένας τον άλλον τόσο πολύ, όσο στην αρχή!! Το περίεργο είναι πως δεν ένιωσα καθόλου τύψεις προς το πρόσωπο του αγοριού μου, για τα φιλιά που έδωσα στον άγγελο μου!! Στην αρχή με ενόχλησε η συμπεριφορά μου.. αλλά μετά κατάλαβα πως ήταν λογικό να μην έχω τύψεις..Δεν φίλησα..δεν αγκάλιασα έναν οποιονδήποτε! Είχα φιλήσει..με είχε πάρει αγκαλιά ο άγγελος μου!! Αυτός που ποτέ δε θα ξεχάσω μέχρι να κλείσω τα μάτια μου!!

Για να καταλάβετε, εκείνο το παιδί που γνώρισα στο νησί σημαίνει τα πάντα για εμένα... Είναι τα πάντα για εμένα...είναι το άλλο μου μισό!! Το ξέρω πως θα σκεφτείτε μα πώς είναι δυνατόν να λες πως είναι το άλλο σου μισό, αφού στην ουσία δεν τον ξέρεις καθόλου ..?! Αυτή είναι η μαγεία της δικής μας ιστορίας αγάπης. Ενώ δεν γνωρίζουμε τον χαρακτήρα του άλλου, ενώ δεν έχουμε ζήσει καθόλου μαζί..αγαπιόμαστε αληθινά!! Και δεν είναι ένα απωθημένο! Και αυτό το αποδεικνύει ο χρόνος.. Έχουν περάσει πέντε ολόκληρα χρόνια από τότε που γνωριστήκαμε σε εκείνο το νησί...και αντί ο χρόνος να σβήσει την φλόγα που υπάρχει στην καρδιά μας, την κάνει να ανάβει πιο πολύ..πιο έντονα...με περισσότερο πάθος!!
Εγώ συνεχίζω να έχω τη σχέση που σας ανέφερα πριν. Είναι ένα πολύ καλό παιδί και είμαστε πολύ καλά. Μαζί του έχω καταφέρει να μην κλαίω πλέον με λυγμούς κάθε βράδυ, καθώς πέρασα αρκετά χρόνια που δεν σταματούσα να κλαίω και στην ουσία να αργοπεθαίνω κάθε ένα λεπτό! Επίσης, μέσω του ανθρώπου που είμαστε τώρα μαζί, κατάφερα να σβήσω από το μυαλό μου τον άντρα των ονείρων μου.. Αυτά τα παιγνίδια του μυαλού μπορούν να σε καταστρέψουν!! Από το μυαλό μου όμως..! Όχι από την καρδιά μου!! Από την καρδιά μου δε θα φύγει ποτέ..ποτέ!!
Η μοίρα, μέχρι τώρα δε μας έχει επιτρέψει να μπορούμε να είμαστε μαζί! Δυστυχώς είναι πάρα πολύ δύσκολο, για να είμαι ειλικρινής ακατόρθωτο, να αφήσει εκείνος την ζωή του στην Αθήνα όπως και εγώ την ζωή μου στην Κρήτη για να είμαστε μαζί! Όπως καταλαβαίνετε, εκείνη την lacta που του είχα δώσει, δεν καταφέραμε να την φάμε μαζί!! Και από ό,τι μου έχει πει, δεν την έχει ανοίξει ακόμα!! Την κρατάει φυλαγμένη σε ένα κουτί όπως και όλες τις φωτογραφίες που με είχε βγάλει!!!!

Ξέρουμε όμως και οι δύο, πως κάποια στιγμή, θα τα φέρει έτσι ο Θεός που δε θα χρειαστεί να πληγωθεί κανένας από τους γύρω μας και θα είμαστε και πάλι αγκαλιά και δε θα μπορεί να μας χωρίσει κανείς!! Αλλά ακόμα και αν δεν τα καταφέρουμε ποτέ, αυτή η αγάπη θα μείνει για πάντα στο μυαλό και στην καρδιά μας ως η πιο γλυκιά ανάμνηση. Μία αληθινή αγάπη, μία αγάπη που κρατάει πέντε ολόκληρα χρόνια από απόσταση!!!

Η δικιά μας ιστορία δεν έχει ολοκληρωθεί, ούτε μεταφορικά(αν καταλάβατε το υπονοούμενο), αλλά ούτε και κυριολεκτικά. Στην δικιά μας ιστορία, δεν υπάρχει τέλος.. Αυτό είναι το δικό μας παραμύθι, που η τελευταία του σελίδα δεν γράφτηκε ακόμα.... Άγνωστη η συνέχειά του... άγνωστο το τέλος του!!Ποιός ξέρει; Μπορεί στο τέλος να είμαστε μαζί..μπορεί και όχι!! Ο χρόνος θα δείξει!!!

ΠΗΓΗ...http://www.lovepoint.gr

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ !!! 6 -12ου


Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια πόλη όχι πολύ διαφορετική από τη δική σου και σε μια εποχή όχι αλλιώτικη από τη σημερινή, ζούσε ένα μικρό παιδί που δεν έμοιαζε με όλα τα άλλα! Όλα τα άλλα παιδάκια ήθελαν να είναι σουπερ-ήρωες, ο Σπάιντερμαν, ο Μπάτμαν, οι Απίθανοι, ο Μπαζ-λαϊτγίερ! Ο μικρός μας φίλος δεν ήθελε να.....
είναι τίποτα από όλα αυτά! Ήθελε να είναι τραίνο! Ναι, καλά ακούσατε! Όχι μηχανοδηγός, ούτε τεχνίτης, αλλά τραίνο… Σκεφτόταν ότι έτσι, θα μπορούσε να παίρνει πάνω του χιλιάδες κόσμου, ανθρώπους που ο καθένας είχε τη δική του ιστορία και τα δικά του όνειρα για το μέλλον και να τους πηγαίνει στον προορισμό τους! Θα συμμετείχε έτσι, στο όνειρο του καθενός! Έστω και για λίγο, θα γινόταν κομμάτι του ονείρου τους, αλλά και της ζωής τους, χωρίς όμως να τους δεσμεύει… χωρίς να παίρνει κομμάτι από την ελευθερία τους! Θα γινόταν ένα κομμάτι της ιστορίας του καθενός, διακριτικό κι ευγενικό που δε θα εισχωρούσε και δε θα βεβήλωνε τα όνειρά τους! Αυτό ήταν που τον γοήτευε!

Ήταν εποχή Χριστουγέννων και οι ουρανοί ήταν ανοιχτοί, για να ακούσουν τις ευχές και τις προσδοκίες όλων των παιδιών του κόσμου. Τα παιδιά το αισθάνονταν κι εύχονταν όλο και περισσότερο, για παιχνίδια και για χαρές, κι ο μικρός μας φίλος, για άλλη μια φορά, ευχήθηκε να ήταν τραίνο, και οι ουρανοί ήταν ανοικτοί…

Περπατούσε στους γνώριμους δρόμους της πόλης του, που δε διαφέρει πολύ από τη δική σου, μαζί με μια παρέα φίλων και έτσι, χωρίς να το πολυκαταλάβει, βρέθηκε να κοιτάζει τα πάντα από ψιλά!

Είδε κόσμο να μαζεύεται γύρω από το σώμα του, που μέσα σε μια στιγμή, είχε μετασχηματισθεί σε τραίνο! Είδε χιλιάδες ανθρώπους να συνωστίζονται για να επιβιβασθούν στο τραίνο αυτό… Προσδοκίες, όνειρα, επιδιώξεις… δικές τους, υστερόβουλες, προσωπικές ή συλλογικές, με βιαιότητα σκαρφάλωναν στα βαγόνια του χωρίς να λογαριάζουν και πολύ το τραίνο… Φώναζαν, κραύγαζαν, όσοι είχαν ανέβει, προς το πλήθος της αποβάθρας, καλώντας όλο και περισσότερους επάνω. Να αδράξουν την ευκαιρία και να ανέβουν, για τη διαδρομή που έθεταν ως σκοπό… Το υπερφόρτωσαν το τραίνο… το διέλυσαν με την εγωιστική κι αυτάρεσκη συμπεριφορά τους, σκίζοντας, πάνω στη φούρια τους, τα όμορφα και προσεγμένα καθίσματά του, σπάζοντας τα παράθυρα και τις πόρτες του, καταστρέφοντάς και απογυμνώνοντάς το… Βεβηλώνοντάς το… Εκατοντάδες αντικρουόμενες και υστερόβουλες προθέσεις και χιλιάδες άβουλοι, παρασυρμένοι και παραζαλισμένοι επιβάτες… Μεγάλοι, που έσερναν πίσω τους τσούρμο τα παιδιά…

Ο μικρός φίλος μας απέστρεψε το βλέμμα του από το τρισάθλιο θέαμα της βεβήλωσης. Δεν ήθελε πια να είναι τραίνο, όχι! Αν αυτό είναι τραίνο, τότε, ποτέ στη ζωή του δεν ήθελε να είναι τραίνο! Η ευγένεια και η διακριτικότητα, η αθωότητά της παιδικής του ψυχής δε μπορούσε να έχει γίνει, από τη μια στιγμή στην άλλη, ένα υπερφορτωμένο, ξεχαρβαλωμένο τραίνο που αγκομαχούσε σε μια διαδρομή, με το στανιό, προς τις υστερόβουλες επιδιώξεις χιλιάδων επιβατών! Χιλιάδων, που ακάλεστοι, καιροσκόποι και τυχαίοι, χωρίς κόστος, χωρίς κόπο, χωρίς εισιτήριο, είχαν σκαρφαλώσει στα βαγόνια του!

Όχι, ποτέ στη ζωή του δεν ήθελε να είναι τέτοιο τραίνο! Η ευχή του είχε παρεξηγηθεί!

Ευχήθηκε τότε την ευχή όλων των παιδιών του κόσμου… Την πιο απλή ευχή! Ευχήθηκε να μπορούσε να γυρίσει στην αγκαλιά των δικών του… Οι ουρανοί όμως είχαν κλείσει…

Απελπισμένος ευχήθηκε ένα μόνο… Ησυχία…
Όμως είχε τόσο θόρυβο που κανείς δε μπορούσε πια να ακούσει…


(Η ιστορία είναι φανταστική, προϊόν μυθοπλασίας. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα και ανθρώπους είναι τυχαία ή προϊόν της σκέψης του αναγνώστη!)


anoikta-pedia.blogspot.com

πηγη...http://ksipnistere.blogspot.com

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΒΡΗΚΕ ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΙ


Η νύχτα που βρέθηκε ο μικρός Άμπεν στο δάσος, ήταν η πιο παγωμένη νύχτα του χειμώνα.
Tα δέντρα και οι θάμνοι φαίνονται κρυστάλλινα από την παγωνιά.
Το χώμα έχει μια στρώση από άσπρη αφράτο χιόνι.
Όλα είναι τόσο όμορφα που μοιάζουν μαγικά.
Μα είναι στʼ αλήθεια μαγικά, γιατί αυτή η νύχτα είναι μαγεμένη.
Μοιάζουν έτσι γιατί απόψε είναι νύχτα Χριστουγέννων.
Ο Άμπεν είναι μόνος αυτή τη νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη σε ένα παγωμένο δάσος, κρυώνει και φοβάται.
Κάνει μια βόλτα γύρω από το μεγάλο δέντρο, μήπως και βρει κάπου να τρυπώσει.
Διαλέγει μια γωνιά, και κάθεται να ξεκουραστεί.
Κάποια στιγμή σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε τον ουρανό.
Εκεί πάνω είχαν μαζευτεί τόσα πολλά αστέρια που σίγουρα κανείς δεν είχε καταφέρει να τα μετρήσει. Έτσι όπως τα κοίταζε, μαγεμένος από την ομορφιά τους, είπε φωναχτά.
«Αχ τι ωραία να ήμουν στον ουρανό ανάμεσά σας.. Να ήμουν κι εγώ ένα αστέρι».
Δεν πέρασε πολλή ώρα και του φάνηκε πως ένα από αυτά του χαμογέλασε, άκουσε μάλιστα μια φωνή να λέει.
«Μην το λες αυτό. Για σένα είναι καλύτερα που είσαι στη γη».
«Ναι αλλά αν ήμουν αστέρι δεν θα κρύωνα και δεν θα φοβόμουν», λέει το αγόρι με παράπονο.
«Ξέρεις όμως πόσες φορές ευχήθηκα να ήμουν κι εγώ ένα αγόρι;» ακούει την ίδια φωνή.
«Εσύ ξέρεις πως η ζωή εδώ κάτω είναι πολύ δύσκολη, κοίτα εμένα, είναι Χριστούγεννα απόψε κι εγώ είμαι μόνος, χαμένος μέσα στο δάσος», λέει με παράπονο ο Άμπεν.
«Δεν είσαι μόνος πια, φωνάζει το αστέρι. Κοίταξέ μας! Όλα τʼ αστέρια εδώ πάνω είμαστε μαζί σου, σε λίγο δεν θα κρυώνεις και δεν θα φοβάσαι.
Περίμενε και θα δεις!»
Τότε έγινε κάτι απίστευτο. Κάτι που μόνο μια νύχτα χριστουγεννιάτικη μπορεί να συμβεί.
Μερικά από τα μικρά αστέρια που λαμπύριζαν κινήθηκαν δεξιά, κινήθηκαν αριστερά, ώσπου ενώθηκαν μεταξύ τους.
Έτσι ενωμένα άρχισαν να χαμηλώνουν και να χαμηλώνουν, ώσπου έφτασαν πάνω από το σώμα του Άμπεν, τον σκέπασαν και τυλίχτηκαν γύρω του.
Το αγόρι ένιωσε τη ζεστασιά τους σαν να τον είχε σκεπάσει το πιο απαλό και ζεστό σκέπασμα. Άκουγε τον αέρα γύρω του να σφυρίζει μανιασμένα, αλλά ο ίδιος ήταν ζεστός κάτω από το αστερένιο του πάπλωμα.
«Είσαι εντάξει Άμπεν;», ψιθύρισαν οι φίλοι του και καθώς ψιθύριζαν, ήταν σαν να τον χάιδευαν οι γονείς και η γιαγιά του μαζί.
«Εντάξει είμαι, ευχαριστώ, δεν κρυώνω και δεν φοβάμαι τώρα που είστε μαζί μου»..
«Αλήθεια, πώς βρέθηκες εδώ απόψε;»
«Ουου... είναι μεγάλη ιστορία»
«Ε και λοιπόν, και η νύχτα απόψε μεγάλη θα είναι, πες μας.
Άλλωστε, η δουλειά των αστεριών αυτή είναι. Να μαθαίνουν τις ανθρώπινες ιστορίες», ψιθύρισαν πάλι όλα μαζί τʼ αστέρια.
«Οι γονείς μου ήρθαν σε τούτα τα μέρη να δουλέψουν κι εγώ πήρα τα μάτια μου να ψάξω να τους βρω», λέει ο Άμπεν με ένα λυγμό.
«Δηλαδή, δεν είσαι από αυτά τα μέρη, από πού έρχεσαι;»
«Ζούσα με τη γιαγιά μου σε μια πόλη μακρινή, δεν θα την έχετε ακουστά».
«Δεν θα την έχουμε ακουστά; Μα τι λες τώρα, εμείς τʼ αστέρια βλέπουμε παντού».
«Αλήθεια, ρωτά με αγωνία ο Άμπεν, τότε, μήπως ξέρετε πού είναι η γιαγιά μου, πριν από ένα μήνα πήγε στον ουρανό»
«Α, μα τότε μην ανησυχείς, έγινε κι αυτή αστέρι. Ίσως μάλιστα είναι ένα από εμάς που σε σκεπάζουμε».
«Αχ, πέστε μου σας παρακαλώ, ποιο από εσάς είναι η γιαγιά μου;»
«Μα αυτό δεν το ξέρουμε ούτε κι εμείς το ξέρουμε. Άλλωστε δεν έχει σημασία, όλοι το ίδιο σʼ αγαπάμε, είπανε τʼ αστέρια.
Και τώρα κοιμήσου, εμείς θα είμαστε εδώ μέχρι να ξημερώσει.
Καλά Χριστούγεννα».
«Καλά Χριστούγεννα», ευχήθηκε ο Άμπεν και έκλεισε τα μάτια του ευτυχισμένος.

Κοιμήθηκε όλη τη νύχτα βαθιά. Όταν ξύπνησε, είδε πως είχε ξημερώσει, κι αυτός βρισκόταν ακουμπισμένος στον κορμό του δέντρου που είχε γείρει το προηγούμενο βράδυ.
Έψαξε με τα χέρια του να βρει το αστερένιο πάπλωμα που την προηγούμενη νύχτα τον είχε σκεπάσει.
Περίεργο, δε βρισκόταν πουθενά εκεί γύρω, αλλά εκείνος αισθανόταν το ίδιο ζεστός, σαν να ήταν ακόμη σκεπασμένος.
Έκανε να σηκωθεί και τότε βλέπει κάτι λαμπερό να πέφτει από το στήθος του και την ίδια στιγμή ακούει μια φωνή.
«Σιγά ντε, με ξύπνησες».

«Μπα τι βλέπω, ξαφνιάζεται ο Άμπεν, εσύ είσαι ένα αστέρι».
«Και βέβαια είμαι ένα αστέρι, μαζί δεν μιλούσαμε χθες βράδυ, ξέχασες;»
«Τι, στʼ αλήθεια έγιναν όλα, δεν ήταν όνειρο;», απορεί το αγόρι.
«Δεν ξέρω τι λες, οι αλήθειες και τα όνειρα είναι όλα ένα»
«Τότε, πού είναι το αστερένιο μου πάπλωμα;»
«Α, τώρα κατάλαβα, λέει το αστέρι να σου εξηγήσω λοιπόν.
Μόλις χάραξε, οι φίλοι μου έπρεπε να γυρίσουν πίσω. Βλέπεις τʼ αστέρια είναι χρήσιμα μόνο τη νύχτα, την ημέρα δεν κάνουν την ίδια δουλειά».
«Κι εσύ τι κάνεις εδώ;»
«Εγώ ήθελα να μείνω στη γη, θέλω να σε βοηθήσω να βρεις τους γονείς σου.
Έτσι κι αλλιώς, υπάρχουν μερικά αστέρια που δε ζουν στον ουρανό, βρίσκουν έναν άνθρωπο και ζουν μαζί του.
Εγώ πάντα προτιμούσα να είμαι αγόρι, παρά αστέρι. Από δω και πέρα θα με κουβαλάς μαζί σου».

Ο Άμπεν κοίταξε γύρω του.
Το δάσος είναι το ίδιο παγωμένο, τα δέντρα και οι θάμνοι μοιάζουν κρυστάλλινα, όπως και τη νύχτα που πέρασε.
Ο ίδιος όμως νιώθει διαφορετικά. Δε φοβάται δεν κρυώνει, δεν είναι δυστυχισμένος.
Πέρασε μια μοναδική Χριστουγεννιάτικη νύχτα.
Είναι ίσως το μοναδικό αγόρι που το είχε σκεπάσει ένα αστερένιο πάπλωμα., ίσως πάλι αυτό να έχει συμβεί σε πολλά παιδιά
Για ένα είναι σίγουρος. Τώρα που βρήκε ένα αστέρι, όλα θα πάνε καλά.
Θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς.
«Τις χριστουγεννιάτικες νύχτες να έχεις τα μάτια σου στον ουρανό και τότε μπορεί να βρεις κι εσύ το δικό σου αστέρι».
«Καλά Χριστούγεννα», φώναξε δυνατά ο Άμπεν και ακούστηκε σε όλο το δάσος.
«Καλά Χριστούγεννα», αντιλάλησαν τα κρυσταλλένια δέντρα.
«Καλά Χριστούγεννα», ευχήθηκε και το μικρό αστέρι και τρύπωσε στον κόρφο του.

www.hamomilaki.blogspot.com

ΕΝΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ


Ήταν Παραμονή Χριστουγέννων και ο Τίνκερ, το σκιουράκι, φορώντας τα πιο ζεστά του ρούχα, χουζούρευε στο σπιτάκι του, μέσα στη μεγάλη βελανιδιά. Κοιτούσε μια από τις εικόνες του βιβλίου του. "Αχ !" αναστέναξε κλείνοντας το βιβλίο.

Εκείνη τη στιγμή περνούσε απέξω χοροπηδώντας η κυρία Κουνελίτσα, και άκουσε τον Τίνκερ ν' αναστενάζει. Η κυρία Κουνελίτσα συμπαθούσε τον Τίνκερ και ήξερε ότι συνήθως ήταν πολύ χαρούμενος. Της φάνηκε λοιπόν παράξενο, που τον άκουσε ν' αναστενάζει.
"Τι σου συμβαίνει, Τίνκερ;" τον ρώτησε με γλυκιά φωνή.

Ο Τίνκερ έβγαλε το κεφαλάκι του στην κουφάλα του δέντρου. "Ε, να, είδα το ωραιότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο στο βιβλίο μου. Ήταν στολισμένο με γυαλιστερές μπάλες και όμορφα φωτάκια, που λαμπύριζαν σαν αστέρια".

Ο Τίνκερ έδειξε την εικόνα στην κυρία Κουνελίτσα. "Πραγματικά, είναι πολύ όμορφο", είπε αυτή. "Μακάρι να είχα κι εγώ ένα τόσο όμορφο δέντρο, αντί γι' αυτή τη βαρετή, καφετιά βελανιδιά", είπε ο Τίνκερ. "Μη στενοχωριέσαι, Τίνκερ", είπε η κυρία Κουνελίτσα.
"Σύντομα θα ξανάρθει η άνοιξη και το δέντρο σου θα γεμίσει όμορφα, καταπράσινα φύλλα".

"Ναι, έχεις δίκια", αποκρίθηκε ο Τίνκερ. "Ωστόσο, πολύ θα ήθελα να ήταν πιο όμορφη η βελανιδιά μου, για τα Χριστούγεννα".
"Πήγαινε να πλαγιάσεις τώρα", είπε καλοσυνάτα η κυρία Κουνελίτσα. ¨Αύριο ξημερώνουν Χριστούγεννα".

Η κυρία Κουνελίτσα τον αποχαιρέτησε κι έφυγε. Όμως, δεν ήθελε να είναι ο φίλος της στενοχωρημένος τις μέρες των Χριστουγέννων. Μήπως μπορούσε, άραγε, κάπως να το βοηθήσει;

Στον δρόμο για το σπίτι της συνάντησε κι άλλα ζωάκια: τον Λαγό Χέρμπερτ, το Ποντικούλη Φρέντι και την Νταίζη, τη Σκιουρίνα. Τους είπε για το δέντρο που είχε δει ο Τίνκερ στο βιβλίο του, και πόσο στενοχωριόταν το σκιουράκι, που το δικό του δέντρο ήταν ολόγυμνο.
"Πολύ το συμπαθώ αυτό το σκιουράκι", είπε η κυρία Κουνελίτσα.

"Θα ήταν υπέροχο να κάναμε γι' αυτόν κάτι το ξεχωριστό, φέτος τα Χριστούγεννα".
"Ναι, αλλά τι;" ρώτησαν ο Φρέντι και ο Χέρμπερτ με μια φωνή.
"Έχω μια ιδέα", είπε η Κουνελίτσα. "Ακολουθήστε με".

Το άλλο πρωί, ξημερώνοντας Χριστούγεννα, Ο Τίνκερ ξύπνησε από θορύβους και φωνές. Έσκυψε από το δέντρο του να δει ποιος έκανε όλη αυτή τη φασαρία - κι αντίκρισε τους φίλους του, που είχαν μαζευτεί γύρω από τον κορμό του δέντρου.

"Καλά Χριστούγεννα, Τίνκερ", φώναξαν όλοι μαζί. Ο Τίνκερ κοίταξε γύρω και δεν πίστευε στα μάτια του. Όσο εκείνος κοιμόταν, οι φίλοι του δούλευαν σκληρά για να του κάνουν έκπληξη.

Είχαν μαζέψει κουκουνάρια, μούρα, καρύδια, γκι και πουρναρόφυλλα. Κάποιες αράχνες, μάλιστα, είχαν υφάνει περίτεχνους ιστούς. Όταν τα ζωάκια συγκέντρωσαν όλα όσα χρειάζονταν, άρχισαν να στολίζουν το δέντρο.

Τώρα, τα δώρα τους κρέμονταν από τα κλαριά και η γέρικη βελανιδιά δεν ήταν πια γυμνή και βαρετή. Κι όταν άρχισε, σε λίγο, να χιονίζει, το δέντρο λαμποκοπούσε από τις ρίζες μέχρι την κορφή. "Είναι πανέμορφο", είπε ο Τίνκερ. "Πολύ πιο όμορφο από το δέντρο του βιβλίου. Σας ευχαριστώ όλους, πάρα πολύ. Κανείς άλλος δεν μου είχε κάνει ποτέ ωραιότερο χριστουγεννιάτικο δώρο".

www.christmas.pathfinder.gr

Ο ΜΙΚΡΟΥΛΗΣ ΑΙ ΒΑΣΙΛΗΣ


Πολύ πολύ μακριά στο βορρά, εκεί όπου τα πρώτα χιόνια πέφτουν, όταν εμείς εδώ έχουμε ακόμη καλοκαίρι, βρίσκεται καλά κρυμμένο το χωριό των Αϊ-Βασίληδων. Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε εκεί ένας μικρούλης Αϊ-Βασίλης που δεν έβλεπε την ώρα να έρθουν τα Χριστούγεννα.

Ήταν πάντα ο πρώτος που έπαιρνε το χριστουγεννιάτικο δέντρο του από το μεγάλο δάσος. Και ήταν πάντα ο πρώτος που γυάλιζε το έλκηθρό του, λούστραρε τις μπότες του και αέριζε το παλτό του.

Όταν οι άλλοι Αϊ-Βασίληδες δεν είχαν αποφασίσει ακόμη τι δώρα θα πήγαιναν στα παιδιά, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης είχε ήδη ετοιμάσει και τυλίξει τα δώρα.

Περισσότερο του άρεσε να δωρίζει πράγματα που είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια. Ήξερε να φτιάχνει όλα τα παιχνίδια: πολύχρωμα αυτοκινητάκια και σκυλάκια με βούλες, ξύλινα αλογάκια, κουκλόσπιτα&

Κι έψηνε υπέροχα γλυκά. Ήξερε να φτιάχνει κουλουράκια με κανέλα σε σχήμα αστεριών, μελόπιτες, χρωματιστά μπαστουνάκια& Και τα μελομακάρονά του ήταν τα καλύτερα του κόσμου. Όταν τελείωνε το τύλιγμα των δώρων και το ψήσιμο των γλυκών, περίμενε με περισσότερη λαχτάρα το ταξίδι στα παιδιά από οποιονδήποτε άλλο Αϊ-Βασίλη. Και κάθε χρόνο τα ίδια&

«Όχι, δεν μπορείς να έρθεις μαζί μας» είπε ο αρχηγός Αϊ-Βασίλης, που αποφάσιζε για τα πάντα στο χωριό των Αϊ-Βασίληδων. «Είσαι πολύ μικρός». «Τα παιδιά θα σκάσουν στα γέλια» φώναξε ένας αγενέστατος νεαρός Αϊ-Βασίλης. «Ιδιαίτερα όταν τον δούνε» είπε, γελώντας ένας άλλος. «Πάνω στο μικροσκοπικό του έλκηθρο» φώναξε ένας τρίτος. Ήταν πολύ άσχημο αυτό που έκαναν, και λίγο έλειψε ο αρχηγός να τους αφήσει κι αυτούς στο σπίτι.

Όμως φέτος είχαν να δώσουν τόσο πολλά δώρα, που δεν μπορούσε να αφήσει πίσω κανέναν από τους νεαρούς Αϊ-Βασίληδες. Γι' αυτό τους κοίταξε μονάχα πολύ αυστηρά και είπε: «Να φέρεστε καλύτερα!». Και στο μικρούλη Αϊ-Βασίλη είπε:«Του χρόνου ίσως». Αλλά ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης δεν μπορούσε να το πιστέψει τόσο εύκολα πια.

Όταν έφυγαν οι υπόλοιποι Αϊ-Βασίληδες, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης δεν ήθελε ούτε να βλέπει ούτε να ακούει τίποτα. Έκλεισε τα παντζούρια κι έκατσε ολομόναχος στο δωμάτιό του. Δεν τον πείραζε που ήταν μικρότερος από τους άλλους. Αλλά τον στεναχωρούσε πολύ που δεν μπορούσε να πάει μαζί τους στο ταξίδι τους για τα παιδιά.

Μόνο όταν έπεσε η νύχτα, και τα πάντα είχαν πια ησυχάσει και ερημώσει, βγήκε από το σπίτι. Αφού δεν μπορούσε να ταξιδέψει, ήθελε τουλάχιστο να ξεμουδιάσει λιγάκι. Τα αστέρια έλαμπαν, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης όμως δε σήκωνε το βλέμμα να τα κοιτάξει. Κάπου εκεί ψηλά βρίσκονταν τώρα οι άλλοι με τα έλκηθρά τους που τα έσερναν τάρανδοι& Και τότε ξαφνικά ακούστηκαν φωνές από το μεγάλο δάσος. Στο μεγάλο δάσος ζούσαν τα ζώα. Τι να συζητούσαν άραγε τόσο αργά το βράδυ;

Τι καλά που ήταν τόσο μικρός! Έτσι μπορούσε να πλησιάσει στα κλεφτά χωρίς να τον δουν τα ζώα. Ήταν όλα τους εκεί: ο σκίουρος και ο λαγός,

η αρκούδα, το ζαρκάδι, τα ποντίκια& κι ήταν όλα τους πολύ κακόκεφα. «Είναι τρομερό» μούγκρισε η αρκούδα. «Οι Αϊ-Βασίληδες επισκέπτονται τους ανθρώπους, αλλά όχι τα ζώα». «Αν και δε θα χρειαζόταν να πάνε και πολύ μακριά» παραπονέθηκε ο λαγός. «Έτσι γινόταν πάντα» είπε η γριά κουκουβάγια. «Φοβάμαι ότι αυτό δε θα αλλάξει ποτέ».

Κι όμως άλλαξε! Γιατί, αμέσως μόλις το άκουσε ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης, έφυγε από εκεί πολύ πολύ αθόρυβα, πατώντας στα νύχια των ποδιών του, κι έτρεξε στο σπίτι. Έριξε μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη, στοίβαξε τα δώρα στο έλκηθρο, και αμέσως ξαναπήρε το δρόμο της επιστροφής. Μόνο που δεν του είχαν μείνει καθόλου τάρανδοι, αφού όλοι είχαν φύγει. Αλλά και μόνος του μπορούσε να σύρει το έλκηθρο μέχρι το μεγάλο δάσος.

Εκείνο το βράδυ τα ζώα έστησαν τέτοια γιορτή, που όμοιά της δεν είχε ξαναδεί το μεγάλο δάσος. Ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης έδωσε σε όλα τα ζώα από ένα δώρο, περισσότερο από όλα, όμως, χάρηκε η κατσούφα αρκούδα ποτέ στη ζωή της δεν είχε πάρει δώρο. Και πιο περήφανη από όλα ήταν η κουκουβάγια πήρε ένα ολοκαίνουριο πουλόβερ και ήταν σίγουρα το πιο κομψό πουλί του δάσους.

Αμέσως μόλις επέστρεψαν οι υπόλοιποι Αϊ-Βασίληδες, ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης παρουσιάστηκε μπροστά στον αρχηγό και του διηγήθηκε τι είχε γίνει στο μεγάλο δάσος. Ο αρχηγός έμεινε έκπληκτος και τον ανακήρυξε Αϊ-Βασίλη των ζώων.

«Μπράβο!» φώναξαν οι άλλοι Αϊ-Βασίληδες και τον ζητωκραύγασαν. Τρεις φορές μάλιστα! Από τότε ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης είναι το ίδιο σημαντικός με τους μεγάλους.

www.christmas.pathfinder.gr

ΤΟ ΦΙΔΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ


Με όλη την οικογένεια των φιδιών να παρακολουθεί τηλεόραση, ο Σάμυ ρώτησε την μαμά του «Μαμά τι είναι αυτό που βλέπω;» και η μητέρα του απάντησε «Δεν θα μάθεις ποτέ μικρέ μου, αυτό δεν είναι για φίδια, είναι χιόνι. Το φιδίσιο αίμα μας χρειάζεται τον καλοκαιρινό ήλιο, στο χιόνι εμείς θα παγώσουμε και θα πεθάνουμε.

Γι αυτό και τους χειμερινούς μήνες κοιμόμαστε ή κρυβόμαστε. 'Oσο υπάρχει χιόνι όλα τα φίδια είναι κρυμμένα». Ο μικρούλης Σάμυ όμως ονειρευόταν τις παγωμένες νιφάδες και το μυαλουδάκι του αμφέβαλλε «για όνομα του θεού, απλά θα το σκάσω κρυφά και κανένας δεν θα το μάθει, και θα διασκεδάσω με το χιόνι».

Πέταξε το παλιό του δέρμα και το χρησιμοποίησε ως καμουφλάζ για να δείξει ότι κοιμάται, το σκέπασε με το πάπλωμά του και περίμενε να καθαρίσει το πεδίο για να φύγει από την φωλιά. Και έτσι κι έγινε. Ήταν εκεί και το χιόνι και τον περίμενε, τόσο απαλό και γυαλιστερά λευκό, κυλίστηκε μέσα και πάνω το. Αυτό το μικρό φιδάκι τελικά λάτρευε το χιόνι. 'Eπαιζε φτιάχνοντας σχεδιάκια και καθώς χτύπησαν οι βραδινές καμπάνες είχε ήδη φύγει ο ήλιος και το σκοτάδι ήταν βαθύ. Τότε μόνο ανακάλυψε ο μικρός Σάμυ ότι είχε χάσει το δεύτερο στρώμα του δέρματός του.

'Aρχισε να κρυώνει πολύ και σύντομα η αναπνοή το άρχισε να πέφτει. Είχε παγώσει και η γλώσσα του και η μύτη του σκεπάζονταν από πάγο. Δεν μπορούσε να κινηθεί όπως πριν και άρχισε να γλιστράει. «Πρέπει να κάνω κάτι σύντομα, πριν γίνω παγοκολώνα» σκέφτηκε. Και τότε ξαφνικά από τον ουρανό ήρθε ένα μικρό έλκηθρο. «Η απάντηση στις προσευχές μου» σκέφτηκε ο μικρούλης «ίσως και να επιβιώσω αν καταφέρω να τυλιχτώ εκεί». Είδε μερικά τριχωτά πλασματάκια εκεί κοντά αλλά το κρύο τον έκαναν και ξεπέρασε τον φόβο του.

'Eφτασε το έλκηθρο και οι ελπίδες του λιγόστευαν καθώς σκαρφάλωνε με πόνο επάνω του. αλλά αυτό δεν τον βοήθησε, αντιθέτως ένιωσε περισσότερο κρύο. Ξαφνικά είδε ένα πλαστικό ραβδί που μπορούσε να τον προστατεύσει από τον καιρό και είχε τριγύρω του δέρμα. Τυλίχτηκε γύρω από αυτό και έλπιζε να επιβιώσει.

Είδε έναν μεγάλο χονδρό άντρα με λευκά γένια και μια χαζούλικη γκριμάτσα να ανεβαίνει στο έλκηθρο και συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι αυτά τα τριχωτά πλάσματα έσερναν το έλκηθρό του. Κοίταξε πιο προσεκτικά τριγύρω του και είδε μια κόκκινη στολή και τις οπλές των ταράνδων. Δεν το πίστευε είχε εμπρός του τον Αϊ Βασίλη!!

Και έτσι καθώς ο μικρούλης καημενούλης Σάμυ προσπαθούσε να κρυφτεί, ο 'Aγιος Βασίλης ξεκινούσε φωνάζοντας «Πάνω και ψηλά, πάνω και ψηλά». Ο Σάμυ νόμιζε ότι ο ουρανός γινόταν ολοένα και πιο κρύος και έσκυψε το κεφάλι του κάτω από το χερούλι. 'Eλπιζε ότι ο 'Aγιος δεν θα τον καταλάβαινε και μόνο η ουρά του φαινότανε λίγο.

Κάθε φορά προσγειώνονταν σε μια σκεπή και σύντομα ήτανε και πάλι πάνω στον ουρανό, και τότε άκουσε «πήγαινε Πράνσερ, κουνήσου Ντάνσερ μην χαμηλώνεις, για να κρατήσω την προσοχή σας σε αυτό το ταξίδι μου φαίνεται ότι θα πρέπει να χρησιμοποιήσω το μαστίγιό μου» και άρπαξε το μαστίγιο τόσο συνηθισμένα μιας και το χε κάνει τόσες φορές όμως του φάνηκε χαλαρό και κάπως γλοιώδες.

Ήταν επειδή στο χέρι του είχε τον Σάμυ. Και αυτό το μαστίγιο δεν έκανε ούτε κρακ απλά σίγησε στον αέρα. Και καθώς ο 'Aγιος χάζεψε με μεγάλη έκπληξη, τα φοβισμένα φιδίσια ματάκια τον κοίταξαν πίσω. Ο Αϊ Βασίλης αναφώνησε «για το όνομα του θεού, το μαστίγιό μου μετατράπηκε σε ένα φίδι!!!» και ο καημενούλης ο Σάμυ βρήκε μόνο αυτές τις λέξεις να πει «κρύωνα τόσο και θα πάγωνα αν δεν ερχόμουν εδώ....είναι χειμώνας και τα φίδια δεν πρέπει να κυκλοφορούν όμως εγώ αγαπώ το χιόνι και έπρεπε να παίξω μαζί του, με προειδοποίησε η μαμά μου αλλά εγώ δεν την άκουσα και θα ήμουν σίγουρα νεκρό αν δεν ήσουνα εσύ..».

Ο Αϊ Βασίλης απάντησε «κοίτα τι θα κάνουμε, θα με βοηθήσεις πριν να φύγε τελείως η νύχτα και θα κάνεις το μαστίγιο για να τους κάνεις να πηγαίνουν πιο γρήγορα». Κρίμα που δεν το δε αυτό ο κόσμος, ήταν πραγματικά αστείο!! Οι τάρανδοι γέλαγαν και τραγουδούσαν «ο 'Aγιος Βασίλης έρχεται στην πόλη..» και η νύχτα έμοιαζε να περνάει πετώντας, μοιράζοντας τα δώρα κατά μήκος του ουρανού.

Ο 'Aγιος έλεγξε προσεκτικά την λίστα με δώρα και μόλις βεβαιώθηκε ότι δεν λείπει κανένα από κανένα παιδί , ξαφνικά βγήκε και ο πρωινός ήλιος. Και 'Aγιος φώναξε «αυτό είναι παιδιά, τελειώσαμε! Μέχρι τώρα η γυναίκα μου και τα ξωτικά θα ξέρουν ότι σώσαμε τον Σάμυ από το χιόνι».

Στο σπίτι του Αϊ Βασίλη λέγανε την ιστορία και ο Σάμυ άστραφτε από χαρά αλλά παρόλα αυτά δεν ξεχνούσε πόσο φοβήθηκε το κρύο και την νύχτα. Η γυναίκα του Αϊ Βασίλη άνοιξε το κουτί με τα πλεκτά της και έφτιαξε του Σάμυ δύο κάλτσες σαν σωλήνες, η κόκκινη ήταν για να την φοράει και η πράσινη για ανταλλακτική. «Τώρα πρέπει να μας πεις αν θες να μείνεις ή αν θες να φύγεις και να πας σπίτι σου.

Πάω στοίχημα ότι η μαμά σου θα έχει ανησυχήσει πάρα πολύ. Πάντως αν θες οι φίλοι μου θα σε πάνε μέχρι εκεί» είπε ο Αϊ Βασίλης. «Θέλω να πάω σπίτι μου, μου λείπει η μαμά μου πάρα πολύ, θα τους ειδοποιήσω για το τι βρίσκετε εδώ πάνω και θα βεβαιωθώ ότι όλοι θα παραμείνουν κάτω όλο τον χειμώνα. Δεν ήθελα να το σκάσω, θα θελα να πάω πίσω σπίτι. 'Oμως επειδή η μαμά θα είναι και θυμωμένη θα ήθελα να της γράφατε ένα μικρό γράμμα» είπε ο Σάμυ.

Ο Αϊ Βασίλης γέλασε και είπε «αυτό το μήνυμα θα πάει και μέσω Ιντερνετ «ετοίμασε ένα πάρτι καλωσορίσματος για τον γιο σου, όλος ο κόσμος είναι περήφανος για αυτό που έκανε» Και όταν ο Σάμυ πήγε σπίτι όλοι ήταν τόσο χαρούμενοι και τον αγκάλιασαν και τον φίλησαν και ο Αϊ Βασίλης είπε.. «είναι και κάτι που πρέπει να ξέρεις.

Κάθε 25η Δεκεμβρίου θα θυμόμαστε όλοι την ειδική μας βόλτα και σε κάθε χριστουγεννιάτικο ταξίδι μας θα σε σκεφτόμαστε σαν το χριστουγεννιάτικο φίδι μας!! Είσαι ο Σάμυ Ήρωας» Τώρα ο Σάμυ το φιδάκι είναι πίσω στο σπίτι του φορώντας το πράσινο καλτσάκι, είναι ζεστός χαρούμενος και ευτυχισμένος και η μαμά του είναι σίγουρη ότι θα μείνει μέσα όταν χιονίζει.

www.christmas.pathfinder.gr

ΦΡΕΝΤΙ Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΩΝ ΞΩΤΙΚΩΝ


Κάποτε, τα μικρά ξωτικά του Αϊ Βασίλη λαχτάρισαν και αυτά λίγη αναγνώριση για αυτά. Δούλευαν όλο το χρόνο σκληρά προετοιμάζοντας τα δώρα και τα πακέτα, ενώ οι τάρανδοι έρχονταν μόνο για μια μέρα. Και μόνο για αυτήν την απλή νυχτερινή βόλτα, τα ονόματά τους τραγουδιόντουσαν από όλα τα παιδιά σε όλο τον κόσμο για πολύ καιρό.

Τώρα είναι αυτό δίκαιο; Εσείς μπορείτε να σκεφτείτε έστω και ένα μόνο όνομα ξωτικού; Αυτοί, οι μικροί τύποι, που φτιάχνουν και ετοιμάζουν τα δώρα που ο 'Aγιος Βασίλης πηγαίνει σε αγόρια και κορίτσια. Γι αυτόν τον λόγο σκέφτηκαν ότι δεν θα ήταν λάθος να γράψουν ένα τραγουδάκι και για τα ξωτικά, και έτσι και έκαναν!! 'Eγραψαν το τραγούδι των Μεγάλων Ξωτικών. «Ζήτω τα μεγάλα ξωτικά, ο Μπιλ και ο Χάρυ, ο Τσάρλυ, ο Ρότζερ, ο Γουίλι, η Μαίρη, η Ρόζι, ο Τεντ και ο Φρέντ, ο Τζο και ο Χιούι, η Ρούθ και ο Μπο».

Και αυτό ήταν το τραγούδι στροφή παρά στροφή, και κάθε νέα τροφή το κανε και χειρότερο. 'Oταν ο γέρο Αϊ Βασίλης άκουσε το τραγούδι τους διαπίστωσε ότι διαρκεί σαράντα ολόκληρα λεπτά!! Ξεκίνησε λέγοντας «Χο, χο, χο!!» σε δέκα στίχους φώναξε «χόα!! Να ένα πράγμα που είμαι σίγουρος μικρά μου ξωτικά, αυτό το τραγούδι είναι μια λίστα από ονόματα που δεν θα πιάσει ποτέ και κανείς δεν θα το θυμάται!!

Αυτό που πρέπει να κάνετε είναι να επιδείξετε έναν από σας ως ήρωα και όταν όλα τα ξωτικά θα ζητωκραυγάζουν θα είναι για όλα τα ξωτικά στην γη του Αϊ Βασίλη!! Πρέπει όμως να κάνετε καλή επιλογή και να εκλέξετε για ήρωά σας τον πιο διάσημο μετά όμως που θα ψηφίσετε». Μετά από πάρα πολύ κόπο και ψάξιμο τα ξωτικά έβγαλαν τους υποψήφιους και ψήφισαν. Επιτέλους βρέθηκε ο ήρωάς τους. Λεγόταν Φρέντι και τον Ονόμασαν Φιλικό Φρέντι.

Και ο νέος ήρωας κέρδιζε όλα τα προνόμια, ήταν και ο πρώτος και έπαιρνε όλο άριστα στο σχολείο. Και να μερικά ταλέντα του...έκανε ουρά στον χορό από μόνος του, έπαιζε πολύ καλά το βιολί, μπορούσε να λύσει και το δυσκολότερο πρόβλημα. 'Eξυπνο και όμορφο μαζί!! Και ψηλό, στις μύτες των ποδιών του έβλεπε άνετα πάνω από το γόνατο του ψηλότερου τάρανδου.

Ανάμεσα στα ζήτω των ξωτικών ο Αϊ Βασίλης μίλησε και έδωσε το χέρι του στον Φρέντι. «Φιλικέ Φρέντι, νομίζω ότι ίσως πετάξεις μαζί μου και διαβάσεις τους χάρτες». Του Φρέντ του πήρε ένα λεπτό να το καταλάβει..

Αυτός θα ήταν το πρώτο ξωτικό που θα πετούσε!! Και η μικρή καρδιά του πήγε να σπάσει από συγκίνηση. Αναφώνησε «θα είμαι με τον Αϊ Βασίλη!!» Από τότε και στο εξής, κάθε βραδιά Χριστουγέννων, ο Φρέντι βρίσκετε εκεί δεξιά του Αϊ Βασίλη, χωρίς αυτόν ο 'Aγιος Βασίλης δεν θα ήξερε πως να έφτανε στον προορισμό του.

Με αυτούς τους χάρτες, ο Φρέντ είναι σίγουρος ότι είναι ένας εξπέρ της Γεωγραφίας. Τώρα όλα τα ξωτικά είναι περήφανα και τραγουδάνε το τραγούδι τους που λέγετε «Πάνω στις καμινάδες» και πάει κάπως έτσι : «Πάνω στις καμινάδες πάει ο δικός μας Φρέντ, ντυμένος στο κόκκινο κουστούμι του, βοηθά τον Αϊ Βασίλη να μοιράσει τα δώρα που έφτιαξαν τα άλλα ξωτικά για τα μικρά παιδιά.

Πήγαινε Φρέντ, πήγαινε και μπράβο, είμαστε πολύ περήφανοι για σένα!!» Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν άρχισε να αναγνωρίζετε και η δουλειά των μικρών ξωτικών και όλοι ήταν χαρούμενοι και ευτυχισμένοι, ζώντας αυτοί καλά και εμείς καλύτερα, και αν ποτέ δείτε τον Αϊ Βασίλη, να ξέρετε ότι αυτό το μικρό ανθρωπάκι δίπλα του, είναι ο Φρέντ!!!

www.christmas.pathfinder.gr

Ο ΕΝΤΙ ΤΟ ΕΛΑΦΙ ΜΕ ΤΗΝ ΜΠΛΕ ΜΥΤΗ


Ο 'Eντι το ελαφάκι καθόταν όλη μέρα σπίτι του. Δεν μπορούσε ούτε να παίξει ούτε να δουλέψει. Ήταν αποθαρρυμένος και ενοχλημένος. Αυτό το θλιμμένο νεαρό ελαφάκι ήταν άνεργο !!! Είχε πολλές συνεντεύξεις για δουλειά αλλά όλες πάντα κατέληγαν με άσχημο τρόπο. Θα πήγαινε αλλά θα έλεγαν «Συγνώμη αλλά δεν προσλαμβάνουμε ελαφάκια σήμερα». Ο 'Eντι έκλαιγε και έλεγε «Μα ποιος είναι ο σκοπός; Η ζωή μου είναι γεμάτη από ελαφίσιες προσβολές». Η μαμά του έλεγε «Δεν έχεις καμία δικαιολογία να κοιμάσαι όλη μέρα σαν τεμπέλικο ελάφι!! Αυτό δεν είναι θέμα διακρίσεων αλλά θέμα αποφασιστικότητας. Κράτα λοιπόν τώρα ψηλά το κεφάλι και τα κέρατά σου, θα βρεις δουλειά, απλά προσπάθησε, προσπάθησε, προσπάθησε!!»

Και τότε έβγαλε την εφημερίδα από το συρτάρι και αφού έριξε μια ματιά άρχισε να φωνάζει με ενθουσιασμό διαβάζοντας την παρακάτω αγγελία «Ζητείται ελάφι από τον 'Aγιο Βασίλη». Και αμέσως τηλεφώνησε! Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο αναφώνησε «Ο 'Aγιος Βασίλης ψάχνει 10 ελάφια επειγόντως!! Μου είπαν να πας αύριο στις 8 και να ξεκινήσεις υπάρχει πολύ δουλειά που πρέπει να γίνει και γι αυτό μην αργήσεις!!».

Ο 'Eντι λοιπόν χτένισε τη γούνα του πολύ καλά και γυάλισε ακόμη και τις οπλές του. Κατά τις 7 άρχισε να μαζεύεται πλήθος ελαφιών στο σπίτι του Αϊ Βασίλη, στην οδό Βορείου Πόλου. Ο 'Eντι δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ήταν περιτριγυρισμένος από μικρούς τύπους. Είσαι τάρανδος; Τον ρωτούσαν όλοι «'Oχι, είμαι ελάφι!» απαντούσε περήφανα.

«Είσαι ελάφι ; και τι μπορείς να κάνεις;» ρώτησαν αμέσως. «θα κάνω ότι με θέλει ο Αϊ Βασίλης, ήρθα να δουλέψω για τον Αϊ Βασίλη, η μαμά μου μου διάβασε αυτήν την αγγελία και μου είπε ότι εμείς τα ελάφια είμαστε άκρως απαραίτητα!». «Μα το πρόβλημά σου είναι το μέγεθός σου, η αγγελία ήταν για μας τους μικρούληδες, μην ντραπείς που ήρθες γιατί τα ξωτικά και τα ελάφια ακούγονται το ίδιο! Αλλά και παρόλο που δεν είσαι ξωτικό θα πρέπει να πας και να μιλήσεις ο ίδιος στον Αϊ Βασίλη. Θα σε οδηγήσω εγώ σε αυτόν αμέσως, είμαι ένα από τα ξωτικά του, λέγε με Ρέι» είπε το μικρό ανθρωπάκι και προχώρησε μπροστά δείχνοντας στον 'Eντι τον δρόμο για τον Αϊ Βασίλη.

Και μετά που ο Ρέι ενημέρωσε τον Αϊ Βασίλη για τον 'Eντι, ο Αϊ Βασίλης κρυφογέλασε και είπε «χο, χο, χο. Πες στην μαμά σου ότι πρέπει να φοράει τα γυαλιά της όταν διαβάζει». Μετά τον ανέλαβε ένας τάρανδος και του είπε «μέχρι τότε θα σκεφτώ κάτι. Θα σε έχω στην λίστα με τους τάρανδους, και ίσως μάθεις να υπηρετείς ως αναπληρωματικός τάρανδος. Τώρα αν προσπαθήσεις, σου υπόσχομαι ότι θα μάθεις και να πετάς».

Μα έπεσε τόσες φορές! Κι όμως πολύ σύντομα έμαθε να πετά αρκετά καλά. Αλλά τα ελάφια, βλέπεις, είναι βαρύτερα, με κέρατα σαν κλαδιά δέντρου και έτσι ήταν κάπως αργός σε σύγκριση με την ταχύτητα που αναπτύσσουν οι τάρανδοι. Ναι, ο 'Eντι ήταν λίγο αργός, οι βαριές οπλές του γλιστρούσαν στο χιόνι και μέσα από την σκεπή περνούσε μια οπλή. Ο τάρανδος δεν έδειχνε να νοιάζεται και είπε «Μπράβο, τα πας πολύ καλά, κρατήσου». Αλλά ο 'Eντι σύντομα άρχισε να φοβάται. Δεν μπορείς να μετατρέψεις το ξωτικό σε ελάφι.

Ο Πράνσερ και ο 'Eντι ήταν πολύ χαρούμενοι και έπαιζαν κάθε μέρα. 'Eκαναν εξάσκηση σε απογειώσεις πολύ συχνά, σπινιάρανε και διπλώνανε και τινάζονταν και όσο και αν πετούσαν δεν τους ήταν αρκετό. Πέταξαν όμως και πάρα πολύ και ο 'Eντι πάγωσε, τα αυτιά και το πρόσωπό του, η μύτη του και όλα επανήλθαν εκτός από την μύτη, που παρέμεινε μπλε παγωμένη. Και έγινε θέαμα για όλους αυτή η μπλε μύτη. Ήταν όμως και λαμπερή και αποτελούσε ένα όμορφο αξιόλογο φωτάκι. 'Oποτε ο 'Eντι ανοιγόκλεινε τα μάτια του, η μύτη του φώτιζε τον ουρανό. 'Oλοι οι τάρανδοι ήρθαν να το δουν και χαίρονταν.

'Oταν το είδε και ο Αϊ Βασίλης, προβληματίστηκε με την λάμψη της μύτης του 'Eντι. Είπε στον Αϊ Βασίλη : «Θυμώσατε;» «όχι, χάρηκα» είπε ο Αϊ Βασίλης «Από δω και στο εξής θα είσαι το ελάφι αμέσου ανάγκης! Συγνώμη, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι μερικές φορές χάνουμε την διεύθυνση κάποιου ή ανακαλύπτω μετά την προσγείωση ότι πολλά παιδιά δεν είναι στην πόλη. Και αν έχουν μετακομίσει, ξέρεις κολλάμε και βρισκόμαστε σε άμεση ανάγκη. Γιατί για όποιον μετακομίσει ή είναι σε διακοπές σημαίνει ότι πρέπει να βρεις την νέα του τοποθεσία και να του παραδόσεις το δώρο του. Για όλα αυτά θα σε ενημερώνουμε εμείς έτσι ώστε να μην μένει κανείς παραπονεμένος. Πάντα χρειαζόμασταν κάποιον που να μπορεί να κάνει αυτές τις μεταφορές και τώρα έχουμε εσένα!! Διότι όσο τρέχουμε στο χιόνι και το δικό σου έλκηθρο θα είναι μαζί μας, όμως μόλις εγώ χτυπήσω το μαστίγιό μου δεν μπορώ να σταματήσω παρά μόνο στον επόμενο προορισμό. Οπότε εκεί θα γυρνάς εσύ. Θα καλύπτεις αυτά που χάνουμε, και η υπέροχη λαμπερή μπλε μύτη σου θα σε οδηγεί με ασφάλεια στο χιόνι. Και όσοι στον κόσμο θα βλέπουν αυτό το φως θα ξέρουν ότι είναι ο 'Eντι με την μπλε μύτη».

Και έτσι ο 'Eντι τράβηξε και αυτός έλκηθρο με την βοήθεια του ξωτικού και φίλου του Ρέι και την μπλε μύτη του να αναβοσβήνει στον αέρα. Η μαμά του 'Eντι γέμισε χαρά και περηφάνια, γιατί και δούλευε ο γιος της αλλά και για την δουλειά που έκανε. 'Eτσι κοιτάει κάθε χριστουγεννιάτικη νύχτα έξω να δει κάθε φως που αναβοσβήνει και να το χαιρετήσει. Και σκέφτεται πόσο τυχερή ήταν που βρήκε και διάβασε επίτηδες λάθος την αγγελία. 'Eτσι λοιπόν, να πάτε για ύπνο ήσυχα, όπου και να βρίσκεστε ακόμη και μακριά από το σπίτι , γιατί ο 'Eντι με την μπλε μύτη θα σας βρει και θα σας δώσει το δώρο σας!!

www.christmas.pathfinder.gr

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ



Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και οι χιονισμένοι δρόμοι είχαν ερημώσει. Από τα φωτισμένα παράθυρα έρχονταν ήχοι από γέλια και τραγούδια. Όλοι ετοιμάζονταν να υποδεχτούν τον Νέο Χρόνο.Δίπλα στο παράθυρο στεκόταν λυπημένο ένα κοριτσάκι. Το κουρελιασμένο της φουστάνι και η τριμμένη σάρπα της δεν την προστάτευαν από το κρύο και προσπαθούσε σκληρά για να μην ακουμπήσει τα ξυπόλητα πόδια της στο παγωμένο έδαφος. Δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτάκι σπίρτα όλη την ημέρα και φοβόταν να γυρίσει σπίτι, γιατί ο πατέρας της σίγουρα θα θύμωνε. Έτσι κι αλλιώς, στην υγρή και σκοτεινή σοφίτα που έμενε δεν θα ήταν πολύ πιο ζεστά. Τα δάχτυλα της μικρής είχαν παγώσει. Αν άναβε ένα σπίρτο; Τι θα έλεγε όμως ο πατέρας της για μια τέτοια σπατάλη;Διστακτικά, έβγαλε ένα σπίρτο και το άναψε. Τι όμορφη ζεστή φλόγα! Η μικρή την έκλεισε στη χούφτα της και ξαφνικά είδε μέσα στο φως της να καίει ένα μεγάλο λαμπερό τζάκι. Το κοριτσάκι άπλωσε τα χέρια στη ζεστή θαλπωρή του, αλλά ακριβώς τότε το σπίρτο έσβησε και η εικόνα χάθηκε. Το βράδυ φαινόταν τώρα πιο σκοτεινό και το κρύο γινόταν πιο τσουχτερό. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμάκι της μικρής. Αφού δίστασε για αρκετή ώρα, άναψε ακόμα ένα σπίρτο. Αυτή το φορά η λάμψη μεταμορφώθηκε σε μια τεράστια τζαμαρία. Πίσω από αυτήν βρισκόταν στρωμένο ένα γιορτινό τραπέζι γεμάτο φαγητά και φωτισμένο από ένα κηροπήγιο. Με τα χέρια ανοιχτά προς τα φαγητά η μικρή πέρασε μέσα από το τζάμι αλλά και αυτό το σπίρτο έσβησε και η μαγική σκηνή μαζί του.Η καημενούλα, μέσα σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα είχε πάρει μια γεύση από όλα όσα της είχε αρνηθεί η ζωή της: ζεστασιά και καλό φαγητό. Το κοριτσάκι άρχισε να κλαίει και έστρεψε το βλέμμα προς το παράθυρο, ελπίζοντας να γνωρίσει κι αυτή για λίγο τόση ευτυχία. Άναψε το τρίτο σπίρτο και τότε συνέβη κάτι ακόμα πιο θαυμαστό: Μπροστά της είχε τώρα ένα πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο στολισμένο με εκατοντάδες κεριά, παιχνίδια και πολύχρωμες μπάλες. "Τι όμορφο" αναφώνησε η μικρή κρατώντας ακόμα το σπίρτο. Το σπίρτο της έκαψε το δάχτυλο και έσβησε κι αυτό με τη σειρά του. Το φως των χριστουγεννιάτικων κεριών ανέβηκε ψηλά, ψηλότερα, όλο και πιο ψηλά και τότε ένα από τα φώτα έπεσε, αφήνοντας μια γραμμή πίσω του. "Κάποιος πεθαίνει" σιγομουρμούρησε το κοριτσάκι. Όπως έλεγε η αγαπημένη της γιαγιά: "Όταν πέφτει ένα αστέρι, μια καρδιά σταματάει να χτυπάει".Σαν υπνωτισμένη η μικρή άναψε ένα ακόμα σπίρτο. Αυτή τη φορά είδε τη γιαγιά της. "Γιαγιά, μείνε μαζί μου" ικέτευσε και άναβε το ένα σπίρτο μετά το άλλο για να μην εξαφανιστεί και η γιαγιά όπως οι προηγούμενες εικόνες. Η γιαγιά δεν εξαφανίστηκε, αλλά την κοίταζε χαμογελαστά. Άνοιξε τα χέρια της και η μικρή την αγκάλιασε κλαίγοντας: "Γιαγιά, πάρε με μαζί σου". Ξημέρωσε ένας χλωμός ήλιος πάνω στους παγωμένους δρόμους της πόλης. Στο έδαφος το άψυχο σώμα ενός μικρού κοριτσιού, περικυκλωμένο από χρησιμοποιημένα σπίρτα. "Καημενούλα" είπε ένας περαστικός. "Προσπαθούσε να ζεσταθεί". Όμως τότε, η μικρούλα βρισκόταν ήδη πολύ μακριά, κάπου όπου δεν υπάρχει κρύο, πείνα και πόνος.
Το είπε...:

Η ΔΙΟΜΕΛΕΝΙΑ



Η Νύχτα και το Σκοτάδι ήταν δύο αγαπημένα αδερφάκια।Μόνο που διέφεραν πολύ। Η Νύχτα ήταν χαρούμενη και ξέγνοιαστη ενώ το Σκοτάδι ήταν μελαγχολικό κι απομονωμένο στην έρημη και απόμερη μεριά της πόλης।Γι αυτό, το Σκοτάδι ένιωθε πλήξη, μονοτονία και μοναξιά. Μάταια το καλούσε η αδερφή του η Νύχτα να βγεί από την βαθειά κρυψώνα του, να έρθει στη γιορτινή πλατεία με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια και τους Αγιο Βασίληδες και να παίξουνε με τα παιδιά που έτρεχαν τριγύρω χαρούμενα.΄Όταν η θεία τους η Μέρα κουραζόταν από τις πολλές και δύσκολες δουλειές των ανθρώπων, ζαλισμένη από τις πολλές κουβέντες και τις φωνές τους, τα πέρα-δώθε στους δρόμους και στα γραφεία, άνοιγε ένα στόμα τεράστιο και χασμουριόταν. Τότε από μέσα ξεπετάγονταν νυχτοπούλια, νυχτερίδες, κουκουβάγιες και ξωτικά της νύχτας. Ο Μπάρμπα ΄Ηλιος, αποκαμωμένος κι αυτός, μάζευε τις κόρες του τις ηλιαχτίδες κι αφού έριχνε ένα τελευταίο βλέμμα τριγύρω, αν όλα ήταν τακτοποιημένα, έλεγε καληνύχτα στη θέα Μέρα κι έγερνε στο πίσω κρεβάτι των λόφων. Σιγά-σιγά, οι δρόμοι, τα κτίρια και τα μαγαζιά ερήμωναν. Το χιόνι έπεφτε δίχως διακοπή. Ψυχή δεν υπήρχε πουθενά και μόνο δύο παράξενες σκιές άρχιζαν να σαλεύουν. Η Νύχτα και το Σκοτάδι, τα δύο αγαπημένα αδερφάκια. "΄Ελα, πού είσαι; Βγές να παίξουμε" , ψιθύριζε η Νύχτα στο Σκοτάδι καθώς έκανε τσουλήθρα στους παγωμένους δρόμους. Μα τα σκοτάδια δεν φαίνονται, αφού πάντα είναι κρυμμένα σε απόμερα μέρη. Η Νύχτα επέμενε και καλούσε το Σκοτάδι να βγεί χορεύοντας και σιγοτραγουδώντας χαρούμενη, μέσα στους γιορτινούς δρόμους, παρέα με τις νυφάδες χορεύτριες του χιονιού που έπεφταν απαλά επάνω στα κράσπεδα των πεζοδρομίων και στα περβάζια των μπαλκονιών. Τα λαμπιόνια από τα χριστουγεννιάτικα δέντρα αναβόσβηναν μπροστά στα παράθυρα των σπιτιών που ήταν στολισμένα με αγγελάκια και Αγιοβασίληδες. "Βγες να δεις τι ωραία που είναι όλα", ξαναείπε η Νύχτα και καθώς παραπάτησε επάνω σε κάτι, πήρε μια τούμπα και ξαπλώθηκε φαρδιά-πλατειά επάνω στο χιόνι. Τότε έγινε διακοπή ρεύματος. ΄Όλα τα φώτα της πόλης έσβησαν, μα κι από τον ουρανό σα να έσβησαν ξαφνικά όλα τα αστέρια.Η Νύχτα βρήκε το Σκοτάδι και τα δύο αδερφάκια συμφώνησαν τελικά να παίξουν ένα παιχνίδι που έπαιζαν συχνά : τις αστρόμπαλες. Καθώς έψαχνε η Νύχτα στον ουρανό να κατεβάσει μια χούφτα αστέρια, το Σκοτάδι της έδειξε κάτι που λαμπύριζε λίγο πιο πέρα στη μέση του δρόμου.Η Νύχτα έσκυψε και είδε ότι ήταν ένα μικρό αστέρι που στραφτάλιζε το φώς του, σαν ψάρι που ανέπνεε στην ξηρά. "Πώς βρέθηκες εσύ εδώ"; Είπε η Νύχτα και το πήρε προσεκτικά στην αγκαλιά της. Το μικρό αστέρι πρώτα κοκκίνησε, ύστερα έγινε ροζουλί και στο τέλος πήρε ένα χρώμα μελί! ΄Ηταν τόσο όμορφο και φωτεινό που το Σκοτάδι βγήκε από την κρυψώνα του και χαμογέλασε. Τότε μισοφωτίστηκε η έρημη κι απόμερη γωνιά της πόλης. - Πώς σε λένε αστέρι-αστεράκι;- Διομελένια με λένε, είπε αυτό κι αφού γαλαζοπρασίνισε ξανάγινε μελί!- Και πού μένεις Διομελένια;- Ουρανού και Σελήνης 4, ζαλίστηκα κι έπεσα εδώ, είπε και χρυσαφοκιτρίνισε, πριν γίνει πάλι μελί! Το Σκοτάδι είχε πλησιάσει τόσο πολύ το αστέρι που φωτίστηκε κι άλλαζε κι αυτό χρώματα. - Θέλω να μείνεις για πάντα εδώ. Να σ'αγαπώ και να με φωτίζεις, είπε το Σκοτάδι.- ΄Όχι, θα με ψάχνει η γιαγιά μου η Πούλια, πρέπει να φύγω, είπε κι έσταξε ένα μικρό διαμαντάκι, σαν δάκρυ, στα πόδια της Νύχτας. Το Σκοτάδι έσκυψε να σηκώσει το διαμαντάκι του αστεριού. - Μπορώ τουλάχιστον να κρατήσω το διαμαντάκι σου; ρώτησε, μα το αστέρι είχε εξαφανιστεί. Στο κατώφλι της γης, η γιαγιά η Πούλια είχε φέξει με το αστροφάναρό της κι αφού είδε τη Διομελένια, την πήρε από την αγκαλιά της Νύχτας και την καρφίτσωσε στο πέτο του ουρανού! Αμέσως άναψαν όλα τα φώτα της πόλης!Η γιαγιά η Πούλια κι η Διομελένια γύρισαν πίσω στο σπίτι τους κι όλα στον ουρανό και στη γη ξανάγιναν γιορτινά και χαρούμενα! Με τα λαμπιόνια από τα χριστουγεννιάτικα δέντρα να αναβοσβήνουν μπροστά στα παράθυρα των σπιτιών! Με τον ΄Αη Βασίλη που κάθε τόσο πάρκαρε το έλκηθρο του στις σκεπές των σπιτιών για να ρίξει από τις καμινάδες τα δώρα των παιδιών και με τις νυφάδες χορεύτριες που είχαν στήσει τρελλό χορό ολόγυρα στους γιορτινούς δρόμους! Το Σκοτάδι κρυμμένο στην έρημη κι απόμερη μεριά της πόλης σταμάτησε να είναι μελαγχολικό και δεν ένοιωθε πια πλήξη, μοναξιά και μονοτονία, αφού έκρυβε μέσα του το διαμαντάκι του αστεριού! Κάθε τόσο έπαιζε με την αδερφή του τη Νύχτα και διασκέδαζαν αλλάζοντας χρώματα, όπως το αστέρι. ΄Ισως σε κάθε σκοτάδι να υπάρχει κρυμμένο ένα τέτοιο μικρό διαμαντάκι!Συγγραφέας :Δημήτρης Κασσάρης



ΩΧ ΕΛΑΤΟ


Απέξω ακούγεται φρενάρισμα αυτοκινήτου (είναι το έλκηθρο του Α.Β.) Φαίνεται το πρόσωπο ενός ταράνδου... Στο σπίτι του `Αγιου Βασίλη στην Καισαρεία η σύντροφός του η κυρά- Βασιλική είναι καθισμένη στην πολυθρόνα της μπροστά στο τζάκι που σιγοκαίει και πλέκει ένα κόκκινο πουλόβερ. Κάποια στιγμή, αργά το βράδυ επιστρέφει κατάκοπος στο σπίτι και ο `Αγιος Βασίλης. `Ολη αυτή την εβδομάδα δούλευε ασταμάτητα στο «εργοστάσιο κατασκευής παιχνιδιών» προκειμένου να ετοιμάσει τα δωράκια των παιδιών όλου του κόσμου. Εκτός όμως από πολύ κουρασμένος, φαίνεται και λιγάκι στενοχωρημένος. Κι αυτό γιατί μόλις μπήκε στο σπίτι κοίταξε το έλατο που ήταν δίπλα στο τζάκι και ξεφύσηξε πολλές φορές. Χωρίς να πει κουβέντα, πήγε κοντά στο δέντρο, του έριξε μια ματιά γύρω-γύρω κι αφού φύσηξε και ξεφύσηξε σαν ταύρος στην αρένα, έκατσε μουτρωμένος μπροστά στο τζάκι να ζεσταθεί το κοκαλάκι του.
Καλώς τον, καλώς τον!, λέει η κυρά Βασιλική στον άντρα της χωρίς να τον πολυπροσέξει μια και είναι σκυμμένη πάνω στο πλεχτό της.
Μμμ, καλησπέρα..., απαντά εκείνος και βάζει τα χέρια του στα μάγουλά του σαν μικρό παιδάκι.
Κουράστηκες καημενούλη μου ε;
Μμμ, κουράστηκα, λέει και διπλώνει μουτρωμένος τα χέρια του στο στήθος.
Θέλεις να σου σερβίρω ένα πιάτο ζεστή κοτόσουπα που έφτιαξα;
Μμμ, θέλω. Να παραγγείλουμε και κανένα σουβλάκι; ρωτάει με μια ελπίδα αλλά...
Σουβλάκι; Μα τρελάθηκες; Κάθε χρόνο σου ράβω καινούρια στολή γιατί η προηγούμενη σου είναι στενή. Μήπως ξέχασες που έσκασε το λάστιχο προχτές στο έλκηθρό σου ή πέρυσι που βυθίστηκες μαζί μ' αυτό μέσα στο χιόνι μόλις ανέβηκες πάνω;
Δεν έφταιγα εγώ. Το τσουβάλι με τα δώρα ήταν βαρύ. Μπορώ να φάω τουλάχιστον ένα μελομακάρονο μπας και γλυκαθώ;
Α! Εσύ δεν τρώγεσαι με τίποτα. Όχι!!! `Ενα πιάτο κοτόσουπα μονάχα. Είναι και βράδυ. Συγκρατήσου λιγάκι.
Μμμ, καλά.Ο `Αγιος Βασίλης σηκώνεται φανερά απογοητευμένος και πηγαίνει προς το παράθυρο.
Α! Ωραία. Μια που σηκώθηκες, μπορείς να δοκιμάσεις λίγο και το πουλόβερ που σου πλέκω για την Πρωτοχρονιά;Η κυρά Βασιλική, πηγαίνει κοντά του, ενώ κρατάει στα χέρια της ένα μικροσκοπικό κόκκινο πουλοβεράκι που φυσικά δεν του κάνει. Προσπαθεί να το δοκιμάσει, μα δεν μπαίνει με τίποτα.
Ορίστε! Στα έλεγα εγώ. Δεν σου κάνει. Παραπάχυνες. Τώρα;
Κυρά Βασιλική, νομίζω ότι όταν έπλεκες το πουλόβερ φορούσες τα μεγεθυντικά σου γυαλιά. Αυτό κάνει για τη γάτα μας τη Βασιλούλα, λέει ο `Αγιος ΒασίληςΠραγματικά, η κυρά Βασιλική, βγάζει τα γυαλιά της και συνειδητοποιεί ότι το πουλοβεράκι είναι μια σταλίτσα.
Μπα σε καλό μου. Μα τους χίλιους κουραμπιέδες! Σαν να έχεις δίκιο καλέ μου. Και εσύ τελικά δεν είσαι και τόσο παχουλούλης. Μου φαίνεται ότι έχεις και λίγο αδυνατίσει. Να με συμπαθάς. Θα το δώσω στη γάτα μας τη Βασιλούλα και σένα θα σου φτιάξω άλλο. Πάω όμως γρήγορα τώρα να σερβίρω. Θα φέρω και δύο μελομακάρονα να σε γλυκάνω.Η κυρά Βασιλική, πάει στην κουζίνα να ετοιμάσει το δείπνο και ο `Αγιος Βασίλης μένει μόνος του. Εκείνη την ώρα χτυπάει το κινητό του τηλέφωνο, ενώ κατευθύνεται για άλλη μια φορά προς το έλατο, το οποίο είναι γυμνό. Δεν έχει πάνω του ούτε ένα στολιδάκι!
Ναι, μάλιστα, ορίστε, λέγετε παρακαλώ; Ποιος είναι; Ποιον θέλετε; Α! έλα καλικατζαρούκο μου. `Εχουμε κανένα νέο; ρωτάει με αγωνία ο `Αγιος Βασίλης
....................................
`Όχι, μη μου πεις! Για λέγε.
..................................
Μη μου πεις. Δεν το πιστεύω! Για λέγε. Για λέγε!
........................
Μη μου λες. Απίστευτο! Για πες μου, για πες μου.
...........................
Καλά. Τι να κάνουμε. Θα το καταπιώ κι αυτό. Σ' ευχαριστώ. Καλά Χριστούγεννα και σε σένα καλικατζαρούκο μου.
Ο `Αγιος Βασίλης κλείνει το κινητό του κι εκείνη την ώρα μπαίνει η κυρά Βασιλική, κρατώντας ένα δίσκο με δύο πιάτα. Τον τοποθετεί στο τραπέζι.
Πω-πω πώς αχνίζει. `Ο,τι πρέπει είναι τώρα με την κούραση που έχεις. `Ελα, πλησίασε να φάμε, `Αγιε μου Βασίλη.Ξεκινάνε το φαγητό τους, ρουφώντας ρυθμικά και δυνατά την κάθε κουταλιά. Δεν περνάει μισό λεπτό και ο `Αγιος Βασίλης, ο οποίος πεινούσε πολύ, έχει ήδη τελειώσει την κοτόσουπά του.
Σιγά χριστιανέ μου. Πότε την έφαγες κιόλας;
Δεν φταίω εγώ, το κοτόπουλο μέσα στο πιάτο πρέπει να ήταν ζωντανό και να μου ρούφηξε τη σούπα μου...Η κυρά Βασιλική σκάει στα γέλια με το αστείο αυτό για αρκετή ώρα ενώ ο ίδιος βάζει πάλι τα χέρια του στα μάγουλά του και ούτε καν χαμογελάει. Σε λιγάκι...
Μα καλέ μου, τι σου συμβαίνει; Είσαι στενοχωρημένος; Κάτι σε απασχολεί; Πες μου μένα.
Ε, ναι! Κάτι μου συμβαίνει. Είμαι στενοχωρημένος. Κάτι με απασχολεί. Αλλά δεν σου λέω.
Καλά. `Όπως αγαπάς. Πάντα πεισματάρης. Πάντα καταπίνεις τις στενοχώριες σου κι αυτό να ξέρεις σε παχαίνει. Τέλος πάντων. Ας βάλουμε κανένα χριστουγεννιάτικο τραγουδάκι να μπούμε στο πνεύμα των γιορτών σιγά - σιγά.Σηκώνεται, μαζεύει το τραπέζι και πάει στο κασετόφωνο. Βάζει το τραγούδι «Ω! έλατο». Δυναμώνει την ένταση και αρχίζει να χορεύει. `Όμως ο `Αγιος Βασίλης δεν αντέχει άλλο πια και ξεσπάει σε κλάματα. Η κυρά Βασιλική που χορεύει με γυρισμένη την πλάτη της δεν τον καταλαβαίνει και συνεχίζει ακάθεκτη να τραγουδάει και να χορεύει το «Ω! έλατο, ω! έλατο, μ' αρέσεις πώς μ' αρέσεις». Ο `Αγιος Βασίλης τότε ξεσπάει σε πολύ δυνατούς λυγμούς, φυσάει με δύναμη την κόκκινη μύτη του και ... επιτέλους η κυρά Βασιλική τον βλέπει. Τρομαγμένη και απορημένη, κλείνει αμέσως το κασετόφωνο και τρέχει κοντά του, ενώ με ένα μαντήλι σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπό της από τον πολύ χορό.
Μα τι χίλιες νιφάδες! Ω! καημενούλη μου. Τι έχεις; Τι σου συμβαίνει; Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι!Εκείνος σκουπίζει τη μύτη του. Τη ρουφάει καλά - καλά και της λέει με παραπονιάρικο ύφος.
Το έλατό μας. Κοίτα το. Είναι άδειο. Δεν έχει στολίδια. Ούτε αστέρι. Ούτε φωτάκια. Ούτε φάτνη. Ούτε χιόνι. Ούτε τίποτα. `Εφτιαξα όλα τα δώρα στο εργοστάσιο παιχνιδιών της Καισαρείας και δεν περίσσεψε τίποτα για το δέντρο μας. Με πήρε και ο Καλικατζαρούκος να μου πει ότι δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στολίδια τώρα πια. `Ολοι έχουν κιόλας στολίσει τα δέντρα τους. Δεν έχουμε πια καμία ελπίδα να βρούμε και για μας κάτι. Κανείς δεν με σκέφτηκε εμένα. Κανείς δεν μ' αγαπάει. Κι αμέσως ξεσπάει σε ακόμα πιο δυνατούς λυγμούς.Η κυρά Βασιλική κλείνει τα αυτιά της γιατί είναι και λίγο παράφωνος ο άντρα της. Μετά τον χαϊδεύει στο σκουφί του, του σκουπίζει τα μάτια και τη μύτη και του λέει.
Μα γι' αυτό σκας `Αγιε μου Βασίλη; Μα τους χίλιους τάρανδους, αυτό δεν το περίμενα. `Ελα, φάε ένα μελομακάρονο να γλυκαθείς κι άκου προσεχτικά τι θα σου πω. Δίνει ένα μελομακάρονο στον `Αγιο Βασίλη, ο οποίος καθώς το τρώει λέει μπουκωμένος...
Μήπως έχεις κι έναν κουραμπιέ;
Καλέ μου `Αγιε Βασίλη. Ξέρω πόσο καλός είσαι και πόσο αγαπάς όλα τα παιδιά του κόσμου. Γι' αυτό και κάθε χρόνο βάζεις τα δυνατά σου να τα ευχαριστήσεις με τα υπέροχα δώρα σου. Ξέρω επίσης πόσο κουράζεσαι κάθε φορά για να φτιάξεις τόσα δώρα, να διαβάσεις όλα τα γράμματα των παιδιών και να φτιάξεις τη λίστα μ' αυτά που ζητάει το καθένα. Ιδίως φέτος που γεννήθηκαν ένα σωρό ακόμη παιδάκια, οι υποχρεώσεις σου διπλασιάστηκαν. Όμως μην νομίζεις ότι δεν σ' αγαπάει κανείς και δεν αναγνωρίζει το έργο που κάνεις. Και για να στο αποδείξω σου έχω μια έκπληξη.Η κυρά Βασιλική που τόση ώρα μιλούσε, δεν είχε καταλάβει ότι ο `Αγιος Βασίλης από την κούραση και την στενοχώρια του είχε βυθιστεί σε ύπνο. Μόλις άκουσε όμως το ροχαλητό του, γέλασε σιγά και χωρίς να κάνει θόρυβο σηκώθηκε και πήγε δίπλα στο τζάκι όπου εκεί υπήρχε ένα τσουβάλι. Το πήρε και πήγε προς το παράθυρο.
Παιδάκιααα, παιδιά μου, ελάτε μέσα, προτού ξεπαγιάσετε.Μπαίνουμε στο σπίτι όλοι χαρούμενοι αλλά πρέπει να κάνουμε ησυχία. Η κυρά Βασιλική μας εξηγεί ότι μας είδε από την αρχή που φτάσαμε έξω από το παραθύρι της και μας ξέρει όλους από το junior, όπου μας διαβάζει συνέχεια.Σε όλους μας δίνει από ένα γλυκό φιλάκι και μας κερνάει από ένα μελομακάρονο. Μετά, φέρνει ένα μεγάλο πράσινο τσουβάλι και λέει στα γρήγορα ότι έχει φτιάξει από χρυσόχαρτο και ασημόχαρτο ένα σωρό αστεράκια που τα είχε για να στολίσει το χριστουγεννιάτικο δέντρο τους. Είναι όμως πολλή χαρούμενη που βρεθήκαμε κοντά της αυτή τη στιγμή γιατί θα την βοηθήσουμε να στολίσει το έλατο.Πραγματικά λοιπόν, μας δίνει από ένα αστεράκι και χωρίς να κάνουμε τον παραμικρό θόρυβο, πάμε πατώντας στις μύτες των ποδιών μας και κρεμάει ο καθένας από μας το δικό του αστεράκι. Η κυρά Βασιλική, στο τέλος βάζει γύρω - γύρω όμορφα λαμπιόνια που είχε από πέρυσι. Είμαστε όλοι πολύ χαρούμενοι και τα παιδάκια είναι καταπληκτικά.Μόλις τελειώνουμε το στολισμό του δέντρου η κυρά Βασιλική βάζει με προσοχή ένα μεγάλο αστέρι στο χέρι του `Αγιου Βασίλη και προτρέπει όλα τα παιδιά να πουν με μια φωνή: «Αγιε μας Βασίλη ξύπνααα!» Πραγματικά λοιπόν, τα καλά παιδάκια φωνάζουν τόσο δυνατά που ο Αγιος Βασίλης πετάγεται όρθιος, κρατώντας, χωρίς να το έχει καταλάβει, το αστέρι στο χέρι του, ενώ από την τρομάρα του λέει διάφορες ασυναρτησίες:
Ποιος είναι; Τι συμβαίνει; `Όχι, δεν το έκλεψα εγώ το μελομακάρονο από το μπολ. Ο τάρανδος το έφαγε...
Καλέ τι λες; `Ονειρο έβλεπες; του λέει η κυρά Βασιλική προσπαθώντας να τον συνεφέρει.Τότε ο `Αγιος Βασίλης μας βλέπει όλους μπροστά του και ξαφνιάζεται.
Μα τι συμβαίνει; Πώς βρεθήκατε εσείς εδώ, μας ρωτάει.
Γεια σου `Αγιε Βασίλη,φωνάζουν τα παιδάκια όλα μαζί, θαρρετά ενώ εγώ ντρέπομαι λιγάκι και δεν βγάζω μιλιά.
Είδες που σου είπα ότι δεν πρέπει να στενοχωριέσαι χωρίς λόγο;. Σου φυλούσα μία έκπληξη. Να την λοιπόν. Τα βλέπεις αυτά τα πολύ καλά και γλυκά παιδιά εδώ μπροστά σου; `Ηρθαν για σένα. Να σου φέρουν χαρά γιατί σε αγαπάνε πολύ και δεν θέλουν να σε βλέπουν στενοχωρημένο. Ορίστε! Κοίτα τι έκαναν. Στόλισαν το δέντρο μας.
Το δέντρο μας; Ποιο δέντρο μας; ρωτάει φανερά απορημένος ο `Αγιος Βασίλης.
Αυτόοο , φωνάζουν τα παιδάκια και δείχνουν με το δαχτυλάκι τους το έλατο δίπλα το τζάκι.Ο `Αγιος Βασίλης γυρίζει και βλέπει το όμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο γεμάτο στολίδια.
Κι αυτό που κρατάς στα χέρια σου είναι η κορφή που θα την βάλεις εσύ για να είναι πανέτοιμο, λέει η κυρά Βασιλική.Ο `Αγιος Βασίλης κοιτάζει το χέρι του και έκπληκτος βλέπει το μεγάλο αστέρι. Τα παιδάκια γελάνε, το ίδιο κι εγώ. Φανερά συγκινημένος, πλησιάζει στο έλατο ενώ πάλι αρχίζει να ρουφάει τη μυτούλα του. Βάζει με προσοχή την κορφή ψηλά στο δέντρο και η κυρά Βασιλική το καλώδιο στην πρίζα. Τα φωτάκια ανάβουν και το δέντρο φαντάζει εκπληκτικό. Τότε τα παιδάκια κι εγώ χτυπάμε παλαμάκια ενώ ο `Αγιος Βασίλης αγκαλιάζει τρυφερά από τους ώμους τη γυναίκα του. Βάζει ξανά τα κλάματα (όπου μας ξεκουφαίνει λιγάκι αλλά είναι τόσο γλυκούλης. Μου φαίνεται πως θα κλάψω κι εγώ... Σνιφ.):
Σ' ευχαριστώ αγαπημένη μου κυρά Βασιλική। Και σας παιδάκια σας ευχαριστώ πολύ। Είμαι πολύ χαρούμενος τώρα, και αυτό οφείλεται σε όλους εσάς. Με κάνατε πολύ ευτυχισμένο.Εκείνη την ώρα η κυρά Βασιλική μας φωνάζει όλους να πάμε κοντά τους κι εκείνη πηγαίνει τρέχοντας σχεδόν στο κασετόφωνο και βάζει το τραγούδι «Ω! έλατο». Δυναμώνει την ένταση, πλησιάζει πάλι κοντά μας και χαρούμενοι όλοι μας τραγουδάμε δυνατά «Ω! έλατο, ω! έλατο, μ' αρέσεις πώς μ' αρέσεις...» .
www।christmasinathens।gr

ΕΝΑΣ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟΣ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ



Γεια σας! Είμαι ο Κατεργαρής κι είμαι ένας καλικάντζαρος!

Δε χρειάζεται όμως να φοβάστε. Εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους καλικάντζαρους.

Αλλά, ας σας διηγηθώ την ιστορία μου από την αρχή. Όλοι οι καλικάντζαροι μένουμε στην Καλικαντζαροχώρα, μια χώρα μοντέρνα και γεμάτη υπερσύγχρονες κατοικίες. Εργοστάσια, τράπεζες, νοσοκομεία, σχολεία και πανεπιστήμια.

Μα τι; Πιστεύατε πως ζούμε μέσα σε τρύπες στα έγκατα της γης; Βλέπετε, τίποτα από ότι νομίζετε πως γνωρίζετε για μας, δεν είναι αλήθεια εκτός από τις αταξίες! Η αταξία είναι ο νόμος μας και όλοι οι καλικάντζαροι είναι υποχρεωμένοι να κάνουν αταξίες τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, μα και το Πάσχα, τις Απόκριες, το Δεκαπενταύγουστο και γενικώς πάντα ΕΚΤΟΣ...από τα Θεοφάνια, που μας κυνηγάει αυτός ο ενοχλητικός παπάς με την επίσης ενοχλητική του αγιαστούρα!

Από την πρώτη μέρα στο σχολείο, ο δάσκαλος μας έμαθε τραγουδάκια όπως:
"Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό για να μάθω αταξίες και να κάνω φασαρίες" και παροιμίες όπως: "Μια αταξία την ημέρα, τον γιατρό τον κάνει πέρα!", αλλά και ηθικά διδάγματα όπως: "Όποιος έχει δύο αταξίες, να δίνει τη μία στο φίλο του."

Εγώ ήμουν ο καλύτερος μαθητής και έπαιρνα συνεχώς άριστα. Όλα άλλαξαν όμως, όταν έφτασε η στιγμή να κάνουμε και πρακτική εξάσκηση στην αταξία. Ανεβήκαμε σ΄ ένα δημοτικό σχολείο στη γη κρυφά το βράδυ και ανακατέψαμε όλες τις τάξεις. Άλλος γύρισε τα θρανία ανάποδα, άλλος έβαψε τον μαυροπίνακα άσπρο, άλλος έβαλε πινέζες στη έδρα και ο χοντρός Αναμπουμπούλης, αν κι ο χειρότερος της τάξης, κρέμασε το σώβρακο του επιστάτη στο κοντάρι της σημαίας, κερδίζοντας έτσι το πρώτο του άριστα. Εγώ ανέλαβα την πιο δύσκολη αποστολή. Μπήκα στη βιβλιοθήκη και ανακάτεψα τα βιβλία.

Όταν ξημέρωσε ακούγαμε όλοι κρυμμένοι στη σκεπή, τα κατορθώματα της πρώτης μας αποστολής:
-Ποιος αναποδογύρισε τα θρανία; ακούστηκε η πρώτη φωνή.
-Γιατί δεν γράφουνε οι κιμωλίες; ακούστηκε η δεύτερη.
-Αουτς!!! φώναξε η δασκάλα της τρίτης τάξης.
-Γιατί κυρία η σημαία είναι πράσινη με κόκκινες καρδούλες; απόρησε ένα πρωτάκι.
-Μα τι ωραία ταξινόμηση είναι αυτή στην βιβλιοθήκη! Πρώτη φορά συναντώ τέτοια τάξη! ακούστηκε τέλος κι η φωνή του διευθυντή του σχολείου.
Όλα γύρω μου σκοτείνιασαν! Ο δάσκαλος μου με αγριοκοίταξε, τα καλικαντζαράκια ξεκαρδίστηκαν κι εγώ, μετά από αυτή τη γκάφα, πήρα το πρώτο μου ολοστρόγγυλο μηδενικό.

Σε λίγες μέρες έφτασε η στιγμή για την δεύτερή εξόρμηση στη γη. Στο μουσείο.
Εκεί, βάλαμε στον καφέ του φύλακα υπνωτικό, του γυαλίσαμε την φαλάκρα και του κάναμε περμανάντ το μουστάκι. Ύστερα, φορέσαμε στα αγάλματα φανελάκια και εσώρουχα, και μπερδέψαμε τα ψηφιδωτά των μωσαϊκών. Εγώ, θέλοντας να βελτιώσω τη βαθμολογία μου, ασχολήθηκα με κάτι σπασμένα βάζα που βρήκα σε μια βιτρίνα.

Ύστερα, κρυφτήκαμε όλοι πάνω στους πολυελαίους περιμένοντας την βαθμολογία.
- Δεν του πάει καθόλου το κατσαρό μουστάκι του φύλακα! είπε μια Αμερικάνα τουρίστρια.

- Μα το ροζ νυχτικό του Ηνίοχου είναι πολύ σικ! θαύμασε μια Γαλλίδα.

- Δεν ήξερα ότι είχανε παζλ στην αρχαιότητα! αναρωτήθηκε ένας Άγγλος.

- Τι θαύμα είναι αυτό! ακούστηκε τέλος και η φωνή της αρχαιολόγου.

- Ποιος μπόρεσε να κολλήσει τα μπερδεμένα κομμάτια των αγγείων; Τριάντα δύο ζευγάρια μάτια και ένα ζευγάρι γυαλιά με κοίταξαν με φρίκη!

- Μα νόμιζα ότι τα θέλανε σπασμένα τα βάζα! προσπάθησα να απολογηθώ εγώ, αλλά ο δάσκαλος ζωγράφισε στο μπλοκάκι του ένα τεράστιο κουλούρι.
Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν, μαζί κι οι απολυτήριες εξετάσεις. Ξέρετε, σε μας η σχολική χρονιά αρχίζει την επομένη των Φώτων και τελειώνει την παραμονή των Χριστουγέννων, όπου όλοι πια οι καλικάντζαροι ανεβαίνουν στη γη για αταξίες. Οι εξετάσεις θα δίνονταν σε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο στη γη κι έτσι το βράδυ της προπαραμονής των Χριστουγέννων, μαθητές και δάσκαλοι μαζεύτηκαν στην στολισμένη είσοδο του εμπορικού κέντρου και με ένα σφύριγμα του διευθυντή, όλα τα καλικαντζαράκια ξεχυθήκαμε στους ορόφους.

Οι όροι του διαγωνισμού ήταν σαφείς: Όσες περισσότερες αταξίες, τόσο το καλύτερο, ενώ η καλύτερη αταξία θα βραβευότανε κιόλας. Εμείς μπορούσαμε να πάμε σε όλους τους ορόφους, εκτός από τον τελευταίο για λόγους ασφαλείας, τους οποίους όμως δεν μας είπανε. Όση ώρα έτρεχα να βρω την αταξία μου έτρεχε και η καρδιά μου.
Ας έκανα επιτέλους μια μικρή αταξία. Ας μπορούσα να αποδείξω ότι είμαι και έξυπνος και ικανός.

Στον πρώτο όμως όροφο, δυστυχώς, με είχαν προλάβει, μιας κι οι συμμαθητές μου είχαν στολίσει όλα τα δέντρα με κάλτσες και παπούτσια! Στο δεύτερο, στο ζαχαροπλαστείο, ο χοντρός ο Αναμπουμπούλης είχε εργαστεί σκληρά έχοντας καταβροχθίσει όλα τα γλυκά από τις βιτρίνες και τα ψυγεία και σίγουρα θα έπαιρνε μεγάλο βαθμό...αν κατάφερνε να κατέβει τις σκάλες μ' αυτήν την τεράστια κοιλιά.

Στον επόμενο όροφο είχαν χύσει όλα τα αρώματα και τα καλλυντικά και το πάτωμα είχε γεμίσει με ζαλισμένους καλικάντζαρους. Κρατώντας τη μύτη μου, έφυγα τρέχοντας για τον επόμενο, στο βιβλιοπωλείο, μα και εκεί με είχαν προλάβει, καθώς είχαν γυρίσει ανάποδα όλα τα γράμματα από όλα τα βιβλία. Μην με ρωτήσετε πως το έκαναν αυτό, γιατί κι εγώ δεν ξέρω!

Είχα φτάσει στον τελευταίο όροφο κι ακόμα δεν είχα κάνει ούτε μια αταξία. Πως θα τολμούσα να κατέβω, μην έχοντας κάνει, έστω, μια μικρή προβιβαστική αταξία; Εκείνη τη στιγμή όμως, μια ιδέα άστραψε στο μυαλό μου! Κι αν συνέχιζα για τον τελευταίο όροφο; Αυτό αποφάσισα και, αφού ανέβηκα τα σκαλιά, άνοιξα την πόρτα. Και τότε βρέθηκα μπροστά σε κάτι μοναδικό! Όλο το δωμάτιο ήταν γεμάτο παιχνίδια. Κούκλες, αυτοκίνητα, τρενάκια, σπιτάκια, αρκουδάκια, και στη μέση του δωματίου έλαμπε ένα ψηλό έλατο στολισμένο με εκατοντάδες μπάλες και φωτάκια, ενώ όλος ο τόπος μύριζε φρεσκοψημένα γλυκά. Έκατσα τότε στο πάτωμα απέναντι από το δέντρο κι ήτανε τόσο ζεστά και όμορφα, που έκανα μια ευχή.

- Πόσο θα 'θελα να ήμουνα χαρούμενος, όπως τα παιδάκια που παίρνουν δώρα και τραγουδάνε κάλαντα, κι όχι να δίνω εξετάσεις και να κινδυνεύω να μείνω στην ίδια τάξη.

- Έλα καλικαντζαράκι! ακούστηκε μια φωνή από πίσω μου. Μη στενοχωριέσαι!
Τρομαγμένος γύρισα κι είδα ένα χοντρό γέροντα με κόκκινα μάγουλα και παχιά μούσια.

-Μην μου κάνεις κακό! κλαψούρισα.

-Ε, μα τι είναι αυτά που λες! Από πότε ένας καλικάντζαρος φοβάται; είπε γλυκά σκουπίζοντάς μου τα μάτια.

-Τώρα πια, δεν ξέρω αν θα παραμείνω καλικάντζαρος. Είμαι τόσο άχρηστος, που μπορεί να με διώξουν. Ούτε μια αταξία δεν είμαι ικανός να κάνω! είπα με πόνο, μα εκείνος με πήρε στην αγκαλιά του και μου είπε ήρεμα:

-Όσο υπάρχουν τα Χριστούγεννα, ποτέ ένας καλικάντζαρος δεν θα είναι άχρηστος. Κι όσο υπάρχουν οι καλικάντζαροι, θα υπάρχουν και οι αταξίες! Και βγάζοντας από το κεφάλι του έναν κόκκινο σκούφο κεντημένο με χρυσή κλωστή, μου τον φόρεσε στο κεφάλι και με συνόδευσε στην πόρτα. Εκεί με φίλησε στο μέτωπο και με χαιρέτησε.

-Καλά Χριστούγεννα Κατεργαρή! είπε κι έκλεισε την πόρτα.
Εγώ νιώθοντας ξαφνικά πολύ χαρούμενος, κατέβηκα τα σκαλιά χορεύοντας με τον τεράστιο σκούφο του παππού που ήξερε το όνομά μου.

Όταν όμως με αντικρίσανε οι άλλοι καλικάντζαροι, πάγωσαν.
-Ο σκου...ο σκούφος! ψέλλισε σαστισμένος ο δάσκαλος.

-Τι έχει ο σκούφος μου; απόρησα εγώ.

-Είναι του Αι-Βασίλη! είπε έκπληκτος.

-Ο Κατεργαρής έκλεψε τον σκούφο του Αι-Βασίλη! φώναξαν όλα τα καλικαντζαράκια.
Ξαφνικά όλοι με περικύκλωσαν και με σήκωσαν στα χέρια τους.

-Μπράβο στον Κατεργαρή, που έκλεψε τον σκούφο του Αι-Βασίλη! Μπράβο στον Κατεργαρή, που έκανε την πιο δύσκολη αταξία! φώναζαν όλοι, ενώ ο διευθυντής του σχολείου μου έδωσε με περηφάνια το έπαθλο των εξετάσεων. Ένα μεγάλο λαμπερό κύπελλο με χαραγμένη τη φράση:" Στην μεγαλύτερη αταξία της χρονιάς"!
Έτσι, στους ώμους των άλλων καλικάντζαρων γύρισα στην Καλικαντζαροχώρα, κι εκεί με περίμενε μεγάλο τραπέζι και γλέντι ως την ημέρα των Φώτων. Μεταξύ μας, χάρισα το μεγάλο κύπελλο στον Αναμπουμπούλη, γιατί εγώ δεν έκανα καμία αταξία στην πραγματικότητα, ενώ εκείνος πήγε στο νοσοκομείο με γαστρεντερίτιδα από τα πολλά γλυκά.

Εμένα μου φτάνει που πέρασα την τάξη κι έχω τον ωραιότερο σκούφο στον κόσμο! Το δώρο του Αι-Βασίλη! Σας αφήνω τώρα γιατί με έχει καλέσει ένας φίλος μου για πορτοκαλάδα.

Ξέρετε! Εκείνος ο ενοχλητικός παπάς με την επίσης ενοχλητική του αγιαστούρα! Μην το πείτε σε κανέναν! Αλλά βλέπετε, εγώ είμαι ένας αλλιώτικος καλικάντζαρος. Ο Κατεργαρής με το όνομα!

Πηγή: www.christmasinathens.gr

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Η λίστα ιστολογίων μου

Σελίδες

Protected by Copyscape Plagiarism Checker